βλεπτέον: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
(3) |
(nl) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''βλεπτέον:''' ρημ. επίθ. του [[βλέπω]], πρέπει [[κάποιος]] να κοιτάξει, σε Πλάτ. | |lsmtext='''βλεπτέον:''' ρημ. επίθ. του [[βλέπω]], πρέπει [[κάποιος]] να κοιτάξει, σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=[[βλεπτέον]], adj. verb. van [[βλέπω]], men moet kijken. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:01, 10 January 2019
English (LSJ)
A one must look, εἴς τι Pl.Lg.965d, Arist.APr.44a36, etc.
Greek (Liddell-Scott)
βλεπτέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ ἴδῃ, νὰ ἀποβλέψῃ, εἴς τι Πλάτ. Νόμ. 965D.
Spanish (DGE)
hay que observar τί ποτ' ἔστιν εἰς ὃ β. Pl.Lg.965d, εἰς τὰ προειρημένα β. Arist.APr.44a36, cf. Plot.6.5.2.
Greek Monotonic
βλεπτέον: ρημ. επίθ. του βλέπω, πρέπει κάποιος να κοιτάξει, σε Πλάτ.