συμπάσχω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery

Source
(1b)
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''συμπάσχω:''' <b class="num">1)</b> испытывать то же самое, разделять чужое ощущение (ξ. ταὐτὸν [[τοῦτο]] Plat.): σ. ἀλλήλοις Arst. находить отклик друг в друге или находиться во взаимном соответствии;<br /><b class="num">2)</b> сочувствовать, сострадать (ταῖς ἀτυχίαις τινός Polyb.);<br /><b class="num">3)</b> страдать вместе, испытывать те же страдания ([[εἴτε]] πάσχει ἓν [[μέλος]], συμπάσχει πάντα τὰ [[μέλη]] NT).
|elrutext='''συμπάσχω:'''<br /><b class="num">1)</b> испытывать то же самое, разделять чужое ощущение (ξ. ταὐτὸν [[τοῦτο]] Plat.): σ. ἀλλήλοις Arst. находить отклик друг в друге или находиться во взаимном соответствии;<br /><b class="num">2)</b> сочувствовать, сострадать (ταῖς ἀτυχίαις τινός Polyb.);<br /><b class="num">3)</b> страдать вместе, испытывать те же страдания ([[εἴτε]] πάσχει ἓν [[μέλος]], συμπάσχει πάντα τὰ [[μέλη]] NT).
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 11:00, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπάσχω Medium diacritics: συμπάσχω Low diacritics: συμπάσχω Capitals: ΣΥΜΠΑΣΧΩ
Transliteration A: sympáschō Transliteration B: sympaschō Transliteration C: sympascho Beta Code: sumpa/sxw

English (LSJ)

   A have the same thing happen to one, οἱ τοὺς Χασμωμένους . . ὁρῶντες ταὐτὸν τοῦτο σ. Pl.Chrm.169c, cf. Ep.Rom.8.17; θαυμαστὸν . . τὸ συμπάσχειν τὰς τραγέας Thphr.Od.62.    II c. dat., to be affected in common with, ἀλλήλοις Arist.APr.70b16; commotiunculis, Cic.Att.12.11; προσώποις, of a mimic dancer, IG14.2124.3 (Rome, ii/iii A.D.); τοῖς τῆς ψυχῆς παθήμασι τὸ σῶμα σ. Arist.Phgn.805a6; εἰ [ὅλον τὸ σῶμα] σ. τι τῇ ἀκοῇ Thphr.Sens.57; τοῖς ἀναπνευστικοῖς ὀργάνοις τὸ ἧπαρ σ. Gal.18(1).25, cf. 16.555, Sor.2.20, al.    III have a fellow-feeling, sympathize, feel sympathy, Pl.R.605d, Antiph. 84, Sor.1.4. Cf. συμπαθέω.

German (Pape)

[Seite 985] (s. πάσχω), mit, zugleich, zusammen leiden, mit in Leidenschaft gerathen, in denselben Zustand, dieselbe Beschaffenheit versetzt werden; ὥςπερ οἱ τοὺς χασμωμένους καταντικρὺ ὁρῶντες ταὐτὸν τοῦτο ξυμπάσχουσι, Plat. Charm. 169 c; Antiphan. in B. A. 114; ταῖς τινος ἀτυχίαις, Pol. 4, 7, 3, vgl. 15, 19, 4; a. Sp., wie Plut.

Greek (Liddell-Scott)

συμπάσχω: πάσχω τὸ αὐτό, παθαίνω τὸ ἴδιον πρᾶγμα, οἱ τοὺς χασμωμένους καταντικρὺ ὁρῶντες ταὐτὸν τοῦτο ξυμπάσχουσιν Πλάτ. Χαρμ. 169C. II. μετὰ δοτ., ὁμοίως διατίθεμαι, τὰ αὐτὰ αἰσθάνομαι, ἀλλήλοις Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότ. 2. 27, 9· τοῖς τῆς ψυχῆς παθήμασι τὸ σῶμα σ. ὁ αὐτ. ἐν Φυσιογν. 1, 2· τοῖς ἀναπνευστικοῖς ὀργάνοις τὸ ἧπαρ σ. Γαλην. εἰς Ἱππ. Ἀφορ. 6. 16. ΙΙΙ. ἔχω κοινὸν αἴσθημα, αἰσθάνομαι συμπάθειαν, συμπαθῶ πρός τινα, Πλάτ. Πολ. 605D· ἐλεῶ, Ἀντιφάνης ἐν «Διδύμοις» 5. ― Πρβλ. συμπαθέω.

French (Bailly abrégé)

éprouver les mêmes sentiments ; sympathiser avec, compatir à, τινι.
Étymologie: σύν, πάσχω.

English (Strong)

from σύν and πάσχω (including its alternate); to experience pain jointly or of the same kind (specially, persecution; to "sympathize"): suffer with.

English (Thayer)

(T WH συνπάσχω (cf. σύν, II. at the end)); to suffer or feel pain together (in a medical sense, as in Hippocrates (430 B.C.>) and Galen): to suffer evils (troubles, persecutions) in like manner with another: Romans 8:17.

Greek Monolingual

ΝΜΑ πάσχω
1. πάσχω μαζί με άλλον
2. υφίσταμαι τα ίδια δεινά, υποφέρω μαζίεἴπερ συμπάσχομεν ἵνα καὶ συνδοξασθῶμεν», ΚΔ)
3. συμπονώ
αρχ.
1. αισθάνομαι το ίδιο («τοῑς τῆς ψυχῆς παθήμασι τὸ σῶμα συμπάσχει», Αριστοτ.)
2. ελεώ κάποιον.

Greek Monotonic

συμπάσχω: μέλ. -πείσομαι, παρακ. -πέπονθα, αόρ. βʹ συνέπαθον·
I. 1. υποφέρω από κοινού, επηρεάζομαι από το ίδιο πράγμα, παθαίνω το ίδιο, συμπαθώ, σε Πλάτ.
II. τρέφω το ίδιο αίσθημα με κάποιον, αισθάνομαι συμπάθεια, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

συμπάσχω:
1) испытывать то же самое, разделять чужое ощущение (ξ. ταὐτὸν τοῦτο Plat.): σ. ἀλλήλοις Arst. находить отклик друг в друге или находиться во взаимном соответствии;
2) сочувствовать, сострадать (ταῖς ἀτυχίαις τινός Polyb.);
3) страдать вместе, испытывать те же страдания (εἴτε πάσχει ἓν μέλος, συμπάσχει πάντα τὰ μέλη NT).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-πάσχω mede ondergaan of ervaren, met acc.. ταὐτὸν τοῦτο σ. hetzelfde ervaren Plat. Chrm. 169c. mee lijden. meevoelen, meeleven, sympathiseren; met dat. met iets. Plut. Demetr. 38.3.

Middle Liddell

fut. -πείσομαι perf. -πέπονθα aor2 συνεπάθον
I. to suffer together, be affected by the same thing, Plat.
II. to have a fellow-feeling, sympathise, feel sympathy, Plat.