ωδός: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß

Menander, Monostichoi, 405
(47c)
 
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ὁ, και [[ὠδόν]], τὸ, Α<br />(<b>δωρ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[οὐδός]] (Ι).———————— <b>(II)</b><br />ὁ, ἡ, (Α, [[ᾠδός]])<br /><b>1.</b> [[αοιδός]]<br /><b>2.</b> [[ποτήρι]] με [[κρασί]] που έδινε ο [[ένας]] στον [[άλλο]] τραγουδώντας συμποτικά τραγούδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Συνηρημένος τ. του [[ἀοιδός]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἀείδω]] «[[τραγουδώ]]»)].
|mltxt=<b>(I)</b><br />ὁ, και [[ὠδόν]], τὸ, Α<br />(<b>δωρ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[οὐδός]] (Ι).<br /><b>(II)</b><br />ὁ, ἡ, (Α, [[ᾠδός]])<br /><b>1.</b> [[αοιδός]]<br /><b>2.</b> [[ποτήρι]] με [[κρασί]] που έδινε ο [[ένας]] στον [[άλλο]] τραγουδώντας συμποτικά τραγούδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Συνηρημένος τ. του [[ἀοιδός]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἀείδω]] «[[τραγουδώ]]»)].
}}
}}

Latest revision as of 12:20, 10 January 2019

Greek Monolingual

(I)
ὁ, και ὠδόν, τὸ, Α
(δωρ. τ.) βλ. οὐδός (Ι).
(II)
ὁ, ἡ, (Α, ᾠδός)
1. αοιδός
2. ποτήρι με κρασί που έδινε ο ένας στον άλλο τραγουδώντας συμποτικά τραγούδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Συνηρημένος τ. του ἀοιδός (< ἀείδω «τραγουδώ»)].