ὀρικός: Difference between revisions
Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
(1ba) |
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ή, -ό (Α [[ὁρικός]], -ή, -όν) [[όρος</i> (Ι)]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «ορική [[γωνία]]»<br /><b>φυσ.</b> η ελάχιστη [[γωνία]] πρόσπτωσης μιας φωτεινής ακτίνας [[πάνω]] στη διαχωριστική [[επιφάνεια]] δύο διαφανών οπτικών μέσων, ώστε να διαθλαστεί, κινούμενη στη [[συνέχεια]] παράλληλα [[προς]] την [[επιφάνεια]] αυτή<br />β) «ορικό [[στρώμα]]»<br /><b>(ηλεκτρολ.)</b> <b>βλ.</b> [[οριακός]] («οριακό [[στρώμα]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[χάραξη]] ορίων, συνόρων<br /><b>2.</b> <b>αστρολ.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο όριο, δηλ. στην [[υποδιαίρεση]] ενός ζωδιακού σημείου το οποίο [[είναι]] προσαρτημένο σε έναν πλανήτη. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὁρικῶς</i> (Α)<br /><b>1.</b> σε [[σχέση]] με τη [[χάραξη]] ορίων, συνόρων<br /><b>2.</b> <b>αστρολ.</b> με ορικό τρόπο. | |mltxt=<b>(I)</b><br />-ή, -ό (Α [[ὁρικός]], -ή, -όν) [[όρος</i> (Ι)]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «ορική [[γωνία]]»<br /><b>φυσ.</b> η ελάχιστη [[γωνία]] πρόσπτωσης μιας φωτεινής ακτίνας [[πάνω]] στη διαχωριστική [[επιφάνεια]] δύο διαφανών οπτικών μέσων, ώστε να διαθλαστεί, κινούμενη στη [[συνέχεια]] παράλληλα [[προς]] την [[επιφάνεια]] αυτή<br />β) «ορικό [[στρώμα]]»<br /><b>(ηλεκτρολ.)</b> <b>βλ.</b> [[οριακός]] («οριακό [[στρώμα]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[χάραξη]] ορίων, συνόρων<br /><b>2.</b> <b>αστρολ.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο όριο, δηλ. στην [[υποδιαίρεση]] ενός ζωδιακού σημείου το οποίο [[είναι]] προσαρτημένο σε έναν πλανήτη. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὁρικῶς</i> (Α)<br /><b>1.</b> σε [[σχέση]] με τη [[χάραξη]] ορίων, συνόρων<br /><b>2.</b> <b>αστρολ.</b> με ορικό τρόπο.<br /><b>(II)</b><br />[[ὀρικός]] καί [[ὀρεικός]], -ή, -όν (Α)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[μουλάρι]] ή αυτός που αρμόζει σε [[μουλάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀρεύς]] «[[μουλάρι]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ικός]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 12:20, 10 January 2019
English (LSJ)
ή, όν, (ὀρεύς)
A of or for a mule, ὀ. ζεῦγος a pair of mules, Pl. Ly.208b, Is.5.43, Aeschin.2.111,3.76, D.S.2.11, Jul.Or.2.72a :—the form ὀρεικός occurs in Thom.Mag.p.253 R. and Suid. (interpol.) and as v.l. in Pl.l.c.
German (Pape)
[Seite 378] = ὀρεικός; ζεῦγος, Is. 5, 43; Plat. Lys. 208 b; Aesch. 2, 111.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρῐκός: -ή, -όν, (ὀρεὺς) ὁ ἀνήκων ἢ ἀρμόζων εἰς ἡμίονον, ὀρ. ζεῦγος, ζεῦγος ἡμιόνων, Πλάτ. Λῦσ. 208Β, Ἰσαῖ. 55. 24, Αἰσχίν. 42. 36, Διόδ. 2. 11 - ὁ τύπος, ὀρεικός (ὅστις εἶναι ὁ ὀρθότερος) ἀπαντᾷ παρὰ Θωμᾷ τῷ Μαγίστρ. καὶ τῷ Σουΐδ. καὶ ὡς διάφ. γραφὴ παρὰ Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ. Πρβλ. ὀρεύς.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de mulet.
Étymologie: ὀρεύς.
Greek Monolingual
(I)
-ή, -ό (Α ὁρικός, -ή, -όν) [[όρος (Ι)]
νεοελλ.
φρ. α) «ορική γωνία»
φυσ. η ελάχιστη γωνία πρόσπτωσης μιας φωτεινής ακτίνας πάνω στη διαχωριστική επιφάνεια δύο διαφανών οπτικών μέσων, ώστε να διαθλαστεί, κινούμενη στη συνέχεια παράλληλα προς την επιφάνεια αυτή
β) «ορικό στρώμα»
(ηλεκτρολ.) βλ. οριακός («οριακό στρώμα»)
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χάραξη ορίων, συνόρων
2. αστρολ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο όριο, δηλ. στην υποδιαίρεση ενός ζωδιακού σημείου το οποίο είναι προσαρτημένο σε έναν πλανήτη.
επίρρ...
ὁρικῶς (Α)
1. σε σχέση με τη χάραξη ορίων, συνόρων
2. αστρολ. με ορικό τρόπο.
(II)
ὀρικός καί ὀρεικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μουλάρι ή αυτός που αρμόζει σε μουλάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρεύς «μουλάρι» + κατάλ. -ικός]].
Greek Monotonic
ὀρῐκός: -ή, -όν (ὀρεύς), αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε μουλάρια, ὀρικὸν ζεῦγος, ζευγάρι μουλαριών, σε Πλάτ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
ὀρῐκός: ὀρεύς запряженный мулами: ὀρικὸν ζεῦγος Plat., Aeschin., Plut. пара мулов.
Middle Liddell
ὀρεύς
of or for a mule, ὀρ. ζεῦγος a pair of mules, Plat., etc.