σῖρις: Difference between revisions

From LSJ

Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit

Menander, Monostichoi, 153
(37)
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και σῑρις, -ίριδος, ἡ, Α<br />η [[ξυρίς]], [[είδος]] υποδήματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του [[ξυρίς]], -[[ίδος]]].———————— ἡ, Α<br /><b>βλ.</b> [[σίρις]].
|mltxt=και σῑρις, -ίριδος, ἡ, Α<br />η [[ξυρίς]], [[είδος]] υποδήματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του [[ξυρίς]], -[[ίδος]]].<br />ἡ, Α<br /><b>βλ.</b> [[σίρις]].
}}
}}

Revision as of 12:25, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῖρις Medium diacritics: σῖρις Low diacritics: σίρις Capitals: ΣΙΡΙΣ
Transliteration A: sîris Transliteration B: siris Transliteration C: siris Beta Code: si=ris

English (LSJ)

or σίρις, ιδος, ἡ,= ξυρίς, EM209.35.    II σίρις· ἀπαίδευτος, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

σῖρις: ἢ σίρις, -ιδος, ἡ, ὄνομα φυτοῦ, ὡσαύτως ξῦρις ἢ ξύρις, Ἐτυμολ. Μέγ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σίρις· ἀπαίδευτος».

Greek Monolingual

και σῑρις, -ίριδος, ἡ, Α
η ξυρίς, είδος υποδήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του ξυρίς, -ίδος].
ἡ, Α
βλ. σίρις.