οφιοκέφαλος: Difference between revisions
From LSJ
ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκής → even the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king
(30) |
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ὀφιοκέφαλος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b | |mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ὀφιοκέφαλος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[οφιοκέφαλος]]<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] περκόμορφων ψαριών τών γλυκών νερών της τροπικής Αφρικής και της νοτιοανατολικής Ασίας που το [[κεφάλι]] τους μοιάζει με [[κεφάλι]] φιδιού<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που έχει [[κεφάλι]] φιδιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄφις]], -<i>ιος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[κέφαλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κεφαλή]]). Η λ. με τη νεοελλ. της σημ. [[είναι]] αντιδάνεια (<b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>ophiocephalus</i>) και μαρτυρείται από το 1840 στον Ιω. Βούρο]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:15, 14 January 2019
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ὀφιοκέφαλος, -ον)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο οφιοκέφαλος
ζωολ. γένος περκόμορφων ψαριών τών γλυκών νερών της τροπικής Αφρικής και της νοτιοανατολικής Ασίας που το κεφάλι τους μοιάζει με κεφάλι φιδιού
μσν.-αρχ.
αυτός που έχει κεφάλι φιδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄφις, -ιος + -κέφαλος (< κεφαλή). Η λ. με τη νεοελλ. της σημ. είναι αντιδάνεια (πρβλ. αγγλ. ophiocephalus) και μαρτυρείται από το 1840 στον Ιω. Βούρο].