σκεπαστός: Difference between revisions
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
(37) |
m (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[σκεπαστός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[σκεπάζω]]<br /><b>1.</b> αυτός ο [[οποίος]] έχει [[σκέπασμα]], που έχει σκεπαστεί, σκεπασμένος, καλυμμένος<br /><b>2.</b> (για χώρο) αυτός που έχει [[στέγη]], που έχει στεγαστεί, στεγασμένος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> α) αυτός που συγκαλύπτεται, που δεν φανερώνεται<br />β) [[ασαφής]], συγκεχυμένος<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b | |mltxt=-ή, -ό / [[σκεπαστός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[σκεπάζω]]<br /><b>1.</b> αυτός ο [[οποίος]] έχει [[σκέπασμα]], που έχει σκεπαστεί, σκεπασμένος, καλυμμένος<br /><b>2.</b> (για χώρο) αυτός που έχει [[στέγη]], που έχει στεγαστεί, στεγασμένος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> α) αυτός που συγκαλύπτεται, που δεν φανερώνεται<br />β) [[ασαφής]], συγκεχυμένος<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[σκεπαστή]]<br /><b>ναυτ.</b> [[υπόστεγο]] σε ναύσταθμο για την [[προφύλαξη]] λέμβων<br /><b>3.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>σκεπαστά</i><br />[[κατά]] τρόπο συγκεκαλυμμένο, όχι σταράτα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[σκεπαστή]]<br />[[πρόχειρα]] στεγασμένο [[παράπηγμα]], [[καλύβα]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ σκεπαστόν</i><br />στεγασμένη [[άμαξα]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:25, 14 January 2019
English (LSJ)
ή, όν,
A covered, σ. (sc. κλισία), ἡ, shed, covered sheep-fold, Eust.1165.52, 1957.57: σκεπαστόν, τό, tilted wagon, Aq.Nu.7.3, Is.66.20.
German (Pape)
[Seite 892] bedeckt, verhüllt, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σκεπαστός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ., ἐσκεπασμένος, ἐστεγασμένος, σκεπαστὴ (ἐξυπακ. κλισία), ἡ, ἐστεγασμένον παράπηγμα, Εὐστ. 1165. 52, κτλ.· - σκεπαστόν, τό, ἁμάξιον ἐστεγασμένον, Ἡρῳδιαν. σ. 444 Piers.· ἐν Γλωσσ., κάλυμμα τῆς κεφαλῆς, «κουκούλα».
Greek Monolingual
-ή, -ό / σκεπαστός, -ή, -όν, ΝΜΑ σκεπάζω
1. αυτός ο οποίος έχει σκέπασμα, που έχει σκεπαστεί, σκεπασμένος, καλυμμένος
2. (για χώρο) αυτός που έχει στέγη, που έχει στεγαστεί, στεγασμένος
νεοελλ.
1. μτφ. α) αυτός που συγκαλύπτεται, που δεν φανερώνεται
β) ασαφής, συγκεχυμένος
2. το θηλ. ως ουσ. η σκεπαστή
ναυτ. υπόστεγο σε ναύσταθμο για την προφύλαξη λέμβων
3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) σκεπαστά
κατά τρόπο συγκεκαλυμμένο, όχι σταράτα
αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ. ἡ σκεπαστή
πρόχειρα στεγασμένο παράπηγμα, καλύβα
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ σκεπαστόν
στεγασμένη άμαξα.