χλομός: Difference between revisions

From LSJ

Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz

Menander, Monostichoi, 320
(46)
 
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και παλ. γρφ. [[χλωμός]], -ή, -ό, Ν<br /><b>1.</b> ([[ιδίως]] για την όψη του προσώπου) [[ωχρός]], [[κίτρινος]], λόγω έντονης ψυχικής συγκίνησης ή παθολογικής κατάστασης («[[είναι]] πολύ [[χλομός]] τελευταία»)<br /><b>2.</b> (για φύλλα ή [[άνθη]]) κιτρινισμένος, μαραμένος<br /><b>3.</b> [[άτονος]], [[θαμπός]] («αξεδιάλυτο και το [[φεγγάρι]] / μια χλωμή [[αντηλιά]]», Παλαμ.)<br /><b>4.</b> <b>(ποιητ.)</b> (για συναισθήματα και διαθέσεις) αυτός που εκδηλώνεται [[δειλά]], [[αδύναμος]] («χαρές παιδιάτικες, χλωμές... σ' είχαν γλυκοφιλήσει...», Ζερβ.)<br /><b>5.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[χλομός]] και παλ. γρφ. [[χλωμός]]<br /><b>βοτ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] είδους του φυτού ελελίσφασκος. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>χλομά</i> και παλ. γρφ. [[χλωμά]] Ν<br />με χλομό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[φλόμος]]«[[είδος]] φυτού», μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. <i>φλομός</i> (<b>πρβλ.</b> [[κάστανο]]: [[καστανός]]) με [[τροπή]] του -<i>φ</i>- σε -<i>χ</i>-, κατ' [[επίδραση]] τών λ. [[χλωρός]], [[χρώμα]], από όπου και η γρφ. της λ. με -<i>ω</i>-. Έχει διατυπωθεί [[επίσης]] η [[άποψη]] ότι η λ. έχει προέλθει από συμφυρμό του επιθ. [[χλωρός]] με μια από τις λ. [[ωμός]] με σημ. «[[ασθενής]], [[αδρανής]]», [[χρώμα]] ή [[τρόμος]], [[άποψη]] η οποία, όμως, δεν θεωρείται πιθανή].
|mltxt=και παλ. γρφ. [[χλωμός]], -ή, -ό, Ν<br /><b>1.</b> ([[ιδίως]] για την όψη του προσώπου) [[ωχρός]], [[κίτρινος]], λόγω έντονης ψυχικής συγκίνησης ή παθολογικής κατάστασης («[[είναι]] πολύ [[χλομός]] τελευταία»)<br /><b>2.</b> (για φύλλα ή [[άνθη]]) κιτρινισμένος, μαραμένος<br /><b>3.</b> [[άτονος]], [[θαμπός]] («αξεδιάλυτο και το [[φεγγάρι]] / μια χλωμή [[αντηλιά]]», Παλαμ.)<br /><b>4.</b> <b>(ποιητ.)</b> (για συναισθήματα και διαθέσεις) αυτός που εκδηλώνεται [[δειλά]], [[αδύναμος]] («χαρές παιδιάτικες, χλωμές... σ' είχαν γλυκοφιλήσει...», Ζερβ.)<br /><b>5.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[χλομός]] και παλ. γρφ. [[χλωμός]]<br /><b>βοτ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] είδους του φυτού ελελίσφασκος. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>χλομά</i> και παλ. γρφ. [[χλωμά]] Ν<br />με χλομό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[φλόμος]]«[[είδος]] φυτού», μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. <i>φλομός</i> (<b>πρβλ.</b> [[κάστανο]]: [[καστανός]]) με [[τροπή]] του -<i>φ</i>- σε -<i>χ</i>-, κατ' [[επίδραση]] τών λ. [[χλωρός]], [[χρώμα]], από όπου και η γρφ. της λ. με -<i>ω</i>-. Έχει διατυπωθεί [[επίσης]] η [[άποψη]] ότι η λ. έχει προέλθει από συμφυρμό του επιθ. [[χλωρός]] με μια από τις λ. [[ωμός]] με σημ. «[[ασθενής]], [[αδρανής]]», [[χρώμα]] ή [[τρόμος]], [[άποψη]] η οποία, όμως, δεν θεωρείται πιθανή].
}}
}}

Latest revision as of 11:30, 14 January 2019

Greek Monolingual

και παλ. γρφ. χλωμός, -ή, -ό, Ν
1. (ιδίως για την όψη του προσώπου) ωχρός, κίτρινος, λόγω έντονης ψυχικής συγκίνησης ή παθολογικής κατάστασης («είναι πολύ χλομός τελευταία»)
2. (για φύλλα ή άνθη) κιτρινισμένος, μαραμένος
3. άτονος, θαμπός («αξεδιάλυτο και το φεγγάρι / μια χλωμή αντηλιά», Παλαμ.)
4. (ποιητ.) (για συναισθήματα και διαθέσεις) αυτός που εκδηλώνεται δειλά, αδύναμος («χαρές παιδιάτικες, χλωμές... σ' είχαν γλυκοφιλήσει...», Ζερβ.)
5. το αρσ. ως ουσ. ο χλομός και παλ. γρφ. χλωμός
βοτ. κοινή ονομασία είδους του φυτού ελελίσφασκος.
επίρρ...
χλομά και παλ. γρφ. χλωμά Ν
με χλομό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. φλόμος«είδος φυτού», μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. φλομός (πρβλ. κάστανο: καστανός) με τροπή του -φ- σε -χ-, κατ' επίδραση τών λ. χλωρός, χρώμα, από όπου και η γρφ. της λ. με -ω-. Έχει διατυπωθεί επίσης η άποψη ότι η λ. έχει προέλθει από συμφυρμό του επιθ. χλωρός με μια από τις λ. ωμός με σημ. «ασθενής, αδρανής», χρώμα ή τρόμος, άποψη η οποία, όμως, δεν θεωρείται πιθανή].