ροδόφυτος: Difference between revisions

From LSJ

ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvi­ous one, invisible connection is stronger than visi­ble, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see

Source
(36)
 
m (Text replacement - "<i>τα [[" to "τα [[")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο, Ν<br /><b>1.</b> (για [[τόπο]]) [[κατάφυτος]], με τριανταφυλλιές<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα [[ροδόφυτα]]<br /><b>βοτ.</b> [[διαίρεση]] φυκών που περιλαμβάνει μία μόνον [[κλάση]], τα ροδοφύκη, και στην οποία ανήκουν θαλλόμορφα [[φύκη]] [[χωρίς]] μαστίγια, με 3.000 [[περίπου]] θαλάσσια είδη και 150 [[περίπου]] είδη τών γλυκών νερών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ρόδο]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φυτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>φύω</i>, [[φύομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>δενδρό</i>-<i>φυτος</i>, <i>πευκό</i>-<i>φυτος</i>].
|mltxt=-η, -ο, Ν<br /><b>1.</b> (για [[τόπο]]) [[κατάφυτος]], με τριανταφυλλιές<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) τα [[ροδόφυτα]]<br /><b>βοτ.</b> [[διαίρεση]] φυκών που περιλαμβάνει μία μόνον [[κλάση]], τα ροδοφύκη, και στην οποία ανήκουν θαλλόμορφα [[φύκη]] [[χωρίς]] μαστίγια, με 3.000 [[περίπου]] θαλάσσια είδη και 150 [[περίπου]] είδη τών γλυκών νερών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ρόδο]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φυτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>φύω</i>, [[φύομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>δενδρό</i>-<i>φυτος</i>, <i>πευκό</i>-<i>φυτος</i>].
}}
}}

Revision as of 11:35, 14 January 2019

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
1. (για τόπο) κατάφυτος, με τριανταφυλλιές
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ροδόφυτα
βοτ. διαίρεση φυκών που περιλαμβάνει μία μόνον κλάση, τα ροδοφύκη, και στην οποία ανήκουν θαλλόμορφα φύκη χωρίς μαστίγια, με 3.000 περίπου θαλάσσια είδη και 150 περίπου είδη τών γλυκών νερών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρόδο + -φυτος (< φύω, φύομαι), πρβλ. δενδρό-φυτος, πευκό-φυτος].