παρακάτω: Difference between revisions
From LSJ
(30) |
m (Text replacement - "<i>οι [[" to "οι [[") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΑ, και παρακάτου Ν<br />(τοπ. επίρρ.) λίγο πιο [[κάτω]] ή λίγο πιο [[πέρα]] από ένα [[σημείο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με [[κείμενο]]) στη [[συνέχεια]], [[έπειτα]], [[περαιτέρω]]<br /><b>2.</b> (με αρσ. [[άρθρο]] στον πληθ. ως ουσ.) | |mltxt=ΝΑ, και παρακάτου Ν<br />(τοπ. επίρρ.) λίγο πιο [[κάτω]] ή λίγο πιο [[πέρα]] από ένα [[σημείο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με [[κείμενο]]) στη [[συνέχεια]], [[έπειτα]], [[περαιτέρω]]<br /><b>2.</b> (με αρσ. [[άρθρο]] στον πληθ. ως ουσ.) οι [[παρακάτω]]<br />α) οι επόμενοι, οι [[εξής]]<br />β) αυτοί που βρίσκονται λίγο πιο [[κάτω]], λίγο πιο [[πέρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κάτω]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:37, 14 January 2019
English (LSJ)
A just below, c. gen., PMasp.87.13 (vi A. D.): as Adv., Zos.Alch.p.112 B.
Greek Monolingual
ΝΑ, και παρακάτου Ν
(τοπ. επίρρ.) λίγο πιο κάτω ή λίγο πιο πέρα από ένα σημείο
νεοελλ.
1. (σχετικά με κείμενο) στη συνέχεια, έπειτα, περαιτέρω
2. (με αρσ. άρθρο στον πληθ. ως ουσ.) οι παρακάτω
α) οι επόμενοι, οι εξής
β) αυτοί που βρίσκονται λίγο πιο κάτω, λίγο πιο πέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + κάτω.