λιποστράτιος: Difference between revisions
From LSJ
ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me
m (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[") |
m (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο (Α [[λιποστράτιος]], -ία, -ον) [[λιπόστρατος]]<br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[λιποστρατία]]<br />η [[εγκατάλειψη]] του στρατού, η [[λιποταξία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b | |mltxt=-α, -ο (Α [[λιποστράτιος]], -ία, -ον) [[λιπόστρατος]]<br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[λιποστρατία]]<br />η [[εγκατάλειψη]] του στρατού, η [[λιποταξία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[λιποστράτιον]]<br />η [[λιποστρατία]], η [[λιποταξία]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «λιποστρατίου [[δίκη]]» ή «λιποστρατίου [[γραφή]]» — [[αγωγή]] και [[δίκη]] [[εναντίον]] κάποιου που εγκατέλειψε τον στρατό, που λιποτάκτησε.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λιποστράτιος]] <span style="color: red;"><</span> <i>λιπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[στράτιος]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:25, 14 January 2019
Greek Monolingual
-α, -ο (Α λιποστράτιος, -ία, -ον) λιπόστρατος
το θηλ. ως ουσ. η λιποστρατία
η εγκατάλειψη του στρατού, η λιποταξία
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. το λιποστράτιον
η λιποστρατία, η λιποταξία
2. φρ. «λιποστρατίου δίκη» ή «λιποστρατίου γραφή» — αγωγή και δίκη εναντίον κάποιου που εγκατέλειψε τον στρατό, που λιποτάκτησε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιποστράτιος < λιπ(ο)- + στράτιος.