υδροκέφαλος: Difference between revisions

From LSJ

Ψεύδει γὰρ ἡ ‘πίνοια τὴν γνώμην → A second thought proves one's first thought false

Sophocles, Antigone, 389
(42)
 
m (Text replacement - "<i>τὸ [[" to "τὸ [[")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[ὑδροκέφαλος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που πάσχει από [[υδροκεφαλία]], [[υδροκεφαλικός]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) αυτός που έχει δυσανάλογα ανεπτυγμένο το [[κέντρο]] ή το κεντρικό [[μέρος]] του σε [[σύγκριση]] με τα λοιπά μέρη που τον συγκροτούν («υδροκέφαλο [[κράτος]]» — [[κράτος]] με διογκωμένο τον κεντρικό διοικητικό μηχανισμό, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τις επαρχίες, όπου παρατηρείται [[έλλειψη]] αυτοδιοίκησης)<br />β) [[ασύμμετρος]], [[δυσανάλογος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ [[ὑδροκέφαλον]]<br /><b>ιατρ.</b> η [[υδροκεφαλία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>υδρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[κέφαλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κεφαλή]]), <b>πρβλ.</b> <i>σιδηρο</i>-[[κέφαλος]].
|mltxt=-η, -ο / [[ὑδροκέφαλος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που πάσχει από [[υδροκεφαλία]], [[υδροκεφαλικός]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) αυτός που έχει δυσανάλογα ανεπτυγμένο το [[κέντρο]] ή το κεντρικό [[μέρος]] του σε [[σύγκριση]] με τα λοιπά μέρη που τον συγκροτούν («υδροκέφαλο [[κράτος]]» — [[κράτος]] με διογκωμένο τον κεντρικό διοικητικό μηχανισμό, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τις επαρχίες, όπου παρατηρείται [[έλλειψη]] αυτοδιοίκησης)<br />β) [[ασύμμετρος]], [[δυσανάλογος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[ὑδροκέφαλον]]<br /><b>ιατρ.</b> η [[υδροκεφαλία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>υδρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[κέφαλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κεφαλή]]), <b>πρβλ.</b> <i>σιδηρο</i>-[[κέφαλος]].
}}
}}

Revision as of 12:50, 14 January 2019

Greek Monolingual

-η, -ο / ὑδροκέφαλος, -ον, ΝΜΑ
νεοελλ.
1. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από υδροκεφαλία, υδροκεφαλικός
2. μτφ. α) αυτός που έχει δυσανάλογα ανεπτυγμένο το κέντρο ή το κεντρικό μέρος του σε σύγκριση με τα λοιπά μέρη που τον συγκροτούν («υδροκέφαλο κράτος» — κράτος με διογκωμένο τον κεντρικό διοικητικό μηχανισμό, σε αντιδιαστολή προς τις επαρχίες, όπου παρατηρείται έλλειψη αυτοδιοίκησης)
β) ασύμμετρος, δυσανάλογος
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑδροκέφαλον
ιατρ. η υδροκεφαλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. σιδηρο-κέφαλος.