μονόκρουνος: Difference between revisions

From LSJ

Λαβὼν ἀπόδος, ἄνθρωπε, καὶ λήψῃ πάλιν → Capias ut iterum, redde, quod iam ceperis → Du nimmst; gib, Mensch, zurück, damit du wieder nimmst

Menander, Monostichoi, 317
(25)
 
m (Text replacement - "<i>τὸ [[" to "τὸ [[")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[μονόκρουνος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για [[βρύση]]) αυτή που ρέει από έναν μόνο κρουνό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ [[μονόκρουνον]]<br />[[δοχείο]] που έχει ένα μόνο [[στόμιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>κρούνη</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>πολύ</i>-<i>κρουνος</i>)].
|mltxt=-η, -ο (Α [[μονόκρουνος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για [[βρύση]]) αυτή που ρέει από έναν μόνο κρουνό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[μονόκρουνον]]<br />[[δοχείο]] που έχει ένα μόνο [[στόμιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>κρούνη</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>πολύ</i>-<i>κρουνος</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:50, 14 January 2019

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μονόκρουνος, -ον)
νεοελλ.
(για βρύση) αυτή που ρέει από έναν μόνο κρουνό
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ μονόκρουνον
δοχείο που έχει ένα μόνο στόμιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + κρούνη (πρβλ. πολύ-κρουνος)].