φοινίκιος: Difference between revisions
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
m (Text replacement - "<i>τὸ [[" to "τὸ [[") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ία, -ον, Α<br /><b>1.</b> [[πορφυρός]] («πτεροῑς φοινικίοις», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b | |mltxt=<b>(I)</b><br />-ία, -ον, Α<br /><b>1.</b> [[πορφυρός]] («πτεροῑς φοινικίοις», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[φοινίκιον]]<br />το πορφυρό [[χρώμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φοῖνιξ]] (Ι), -<i>οίνικος</i> «πορφυρό [[χρώμα]]». Το επίθ. απαντά και στη Μυκηναϊκή στον τ. του θηλ. <i>ponikija</i> «[[βαφή]] κόκκινου χρώματος»].<br /><b>(II)</b><br />-ία, -ον, Α<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Φοίνικες ή στη [[Φοινίκη]], [[φοινικικός]] (Ι) («τὰ γράμματα Φοινίκια κληθῆναι», <b>Διόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Φοῖνιξ]], -<i>οίνικος</i>. Η λ. απαντά πιθ. και στη Μυκηναϊκή, στον τ. του ουδ. <i>ponikijo</i>, ως [[ονομασία]] ενός μπαχαρικού, το οποίο μπορεί να σημαίνει [[είτε]] «[[μπαχαρικό]] από τη [[Φοινίκη]]» [[είτε]] «[[μπαχαρικό]] κόκκινου χρώματος», [[οπότε]] θα [[πρέπει]] να συνδεθεί με το [[φοῖνιξ]] «[[πορφυρός]], [[κόκκινος]]»].<br /><b>(III)</b><br />-ία, -ον, Α [[φοῑνιξ</i> (III), -<i>οίνικος]]<br />αυτός που προέρχεται από το [[δένδρο]] [[φοίνικας]] (Ι) ή αυτός που παρασκευάζεται με καρπούς του [[παραπάνω]] δένδρου, [[φοινικικός]] (III). | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''φοινίκιος:''' (νῑ) [[φοῖνιξ]] I] ярко-красный, пурпурный ([[πτερόν]] Polyb.; [[ἶρις]] Arst.). | |elrutext='''φοινίκιος:''' (νῑ) [[φοῖνιξ]] I] ярко-красный, пурпурный ([[πτερόν]] Polyb.; [[ἶρις]] Arst.). | ||
}} | }} |
Revision as of 12:50, 14 January 2019
English (LSJ)
α, ον,
A = φοινίκεος 1, Epich.31, X.An.1.2.16 (v.l.), IG22.1514.41, Arist.Mete.372a4, Plb.6.23.12 (nisi leg. φοινικοῖς) ; φ. οἶνος palm-wine, Schwyzer 182a5 (Gortyn, v/iv B. C.). II = Φοινικικός 1, S.Fr.514, D.S.3.67 codd., 5.74 codd. φοινικ-ιοῦς, οῦν, = φοινίκεος, Ar.Av.272, Arist.Col.792b2, al.; ταινιδιον SIG1018.4 (Pergam., iii B. C.). (Usu. second declension, prob. by 'contamination' of φοινίκιος and φοινικοῦς; once third declension, φοινικιοῦντα Arist.Col.796a32, prob. by 'contamination' of φοινίκιος and φοινικόεις.) II φοινικιοῦν, τό (sc. δικαστήριον), a court of justice at Athens, named from the colour of its walls, Paus.1.28.8.
German (Pape)
[Seite 1295] = φοινίκεος, Pol. 6, 23, 12.
Greek (Liddell-Scott)
φοινίκιος: -α, -ον, μεταγενέστ. τύπος τοῦ φοινίκεος, Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 2, 4, Πολύβ. 6. 23, 12. ΙΙ. = Φοινικικὸς Ι, Σοφ. Ἀποσπ. 460, Διόδ. 3. 67., 5. 74, Πλούτ. 2. 738Ε.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
d’un rouge de pourpre.
Étymologie: φοῖνιξ¹.
Greek Monolingual
(I)
-ία, -ον, Α
1. πορφυρός («πτεροῑς φοινικίοις», Πολ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φοινίκιον
το πορφυρό χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), -οίνικος «πορφυρό χρώμα». Το επίθ. απαντά και στη Μυκηναϊκή στον τ. του θηλ. ponikija «βαφή κόκκινου χρώματος»].
(II)
-ία, -ον, Α
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Φοίνικες ή στη Φοινίκη, φοινικικός (Ι) («τὰ γράμματα Φοινίκια κληθῆναι», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Φοῖνιξ, -οίνικος. Η λ. απαντά πιθ. και στη Μυκηναϊκή, στον τ. του ουδ. ponikijo, ως ονομασία ενός μπαχαρικού, το οποίο μπορεί να σημαίνει είτε «μπαχαρικό από τη Φοινίκη» είτε «μπαχαρικό κόκκινου χρώματος», οπότε θα πρέπει να συνδεθεί με το φοῖνιξ «πορφυρός, κόκκινος»].
(III)
-ία, -ον, Α [[φοῑνιξ (III), -οίνικος]]
αυτός που προέρχεται από το δένδρο φοίνικας (Ι) ή αυτός που παρασκευάζεται με καρπούς του παραπάνω δένδρου, φοινικικός (III).
Russian (Dvoretsky)
φοινίκιος: (νῑ) φοῖνιξ I] ярко-красный, пурпурный (πτερόν Polyb.; ἶρις Arst.).