κύπρινος: Difference between revisions
ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)
m (Text replacement - "————————" to "<br />") |
m (Text replacement - "<i>τὸ [[" to "τὸ [[") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[κύπρινος]], -ίνη, -ον (Μ) [[κύπρον]]<br />[[χάλκινος]].<br /> <b>(II)</b><br />[[κύπρινος]], -ίνη, -ον (Α) [[κύπρος]]<br /><b>1.</b> αυτός που παρασκευαζόταν από τα ευωδέστατα [[άνθη]] του φυτού [[κύπρος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[κύπρινος]], -ίνη, -ον (Μ) [[κύπρον]]<br />[[χάλκινος]].<br /> <b>(II)</b><br />[[κύπρινος]], -ίνη, -ον (Α) [[κύπρος]]<br /><b>1.</b> αυτός που παρασκευαζόταν από τα ευωδέστατα [[άνθη]] του φυτού [[κύπρος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[κύπρινον]]<br />α) [[έλαιο]] ή [[μύρο]] που παρασκευαζόταν από τα [[άνθη]] του φυτού [[κύπρος]]<br />β) [[έμπλαστρο]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:50, 14 January 2019
English (LSJ)
(A), η, ον,
A made of copper, ἧλος PMag.Lond.121.466.
κύπρῐνος (B), η, ον,
A made from the flower of κύπρος, ἔλαιον Edict. Diocl.Delph. 10:—esp. as Subst. κύπρῐνον (sc. μύρον), τό, oil or unguent made from the flower of the κύπρος, Apollon.Heroph. ap. Ath.15.688f, Dsc.1.55, Aret.CA1.2; also of a plaster, Androm. ap. Gal.13.494.
Spanish
Greek Monolingual
(I)
κύπρινος, -ίνη, -ον (Μ) κύπρον
χάλκινος.
(II)
κύπρινος, -ίνη, -ον (Α) κύπρος
1. αυτός που παρασκευαζόταν από τα ευωδέστατα άνθη του φυτού κύπρος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κύπρινον
α) έλαιο ή μύρο που παρασκευαζόταν από τα άνθη του φυτού κύπρος
β) έμπλαστρο.