απορρηγνύω: Difference between revisions

From LSJ

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277
(5)
 
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἀπορρηγνύω κ. -νυμι (AM) [[ρηγνύω]] κ. -<i>νυμι]]<br />[[ξεσπώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κόβω]], [[αποκόπτω]], [[αποσπώ]]<br /><b>2.</b> [[κάνω]] ή [[αφήνω]] [[κάτι]] να ξεσπάσει<br /><b>3.</b> (-μαι) αποσπώμαι, αποχωρίζομαι<br /><b>4.</b> διασπώμαι, διαχωρίζομαι<br /><b>5.</b> (μτχ. πρκ.) <i>ὁ [[ἀπερρωγώς]]<br />[[παραλυμένος]] [[ακόλαστος]]<br /><b>6.</b> (μτφ., φρ.) «πνεῡμ' [[ἀπορρήγνυμι]] βίου» — [[κόβω]] το [[νήμα]] της ζωής, [[πεθαίνω]].
|mltxt=ἀπορρηγνύω κ. -νυμι (AM) [[ρηγνύω]] κ. -<i>νυμι]]<br />[[ξεσπώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κόβω]], [[αποκόπτω]], [[αποσπώ]]<br /><b>2.</b> [[κάνω]] ή [[αφήνω]] [[κάτι]] να ξεσπάσει<br /><b>3.</b> (-μαι) αποσπώμαι, αποχωρίζομαι<br /><b>4.</b> διασπώμαι, διαχωρίζομαι<br /><b>5.</b> (μτχ. πρκ.) ὁ [[ἀπερρωγώς]]<br />[[παραλυμένος]] [[ακόλαστος]]<br /><b>6.</b> (μτφ., φρ.) «πνεῡμ' [[ἀπορρήγνυμι]] βίου» — [[κόβω]] το [[νήμα]] της ζωής, [[πεθαίνω]].
}}
}}

Revision as of 14:15, 14 January 2019

Greek Monolingual

ἀπορρηγνύω κ. -νυμι (AM) ρηγνύω κ. -νυμι]]
ξεσπώ
αρχ.
1. κόβω, αποκόπτω, αποσπώ
2. κάνω ή αφήνω κάτι να ξεσπάσει
3. (-μαι) αποσπώμαι, αποχωρίζομαι
4. διασπώμαι, διαχωρίζομαι
5. (μτχ. πρκ.) ὁ ἀπερρωγώς
παραλυμένος ακόλαστος
6. (μτφ., φρ.) «πνεῡμ' ἀπορρήγνυμι βίου» — κόβω το νήμα της ζωής, πεθαίνω.