φερέοικος: Difference between revisions

From LSJ

Ἤθους δικαίου φαῦλος οὐ ψαύει λόγος → Vox prava non pertingit ad mores bonos → Verkommne Rede rührt nicht an gerechte Art

Menander, Monostichoi, 214
(1b)
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[φερέοικος]], -ον, ΝΜΑ, και [[φέροικος]], ὁ, Α<br /><b>1.</b> (για ζώο) αυτός που κουβαλά [[μαζί]] του το [[σπίτι]] του, όπως λ.χ., το [[σαλιγκάρι]] ή η [[χελώνα]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που δεν έχει μόνιμη [[κατοικία]], περιπλανώμενος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[φερέοικος]]·α) [[είδος]] φιδιού<br />β) <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[είδος]] σφήκας ή [[είδος]] χελώνας<br /><b>2.</b> (μόνον ο τ. [[φέροικος]]) [[είδος]] ζώου λευκού χρώματος που μοιάζει με σκίουρο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]] (για τη [[μορφή]] του α' συνθετικού <b>βλ. λ.</b> [[φέρω]]) <span style="color: red;">+</span> [[οἶκος]] (<b>πρβλ.</b> <i>σωσί</i>-<i>οικος</i>, <i>ὠλεσί</i>-<i>οικος</i>)].
|mltxt=-η, -ο / [[φερέοικος]], -ον, ΝΜΑ, και [[φέροικος]], ὁ, Α<br /><b>1.</b> (για ζώο) αυτός που κουβαλά [[μαζί]] του το [[σπίτι]] του, όπως λ.χ., το [[σαλιγκάρι]] ή η [[χελώνα]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που δεν έχει μόνιμη [[κατοικία]], περιπλανώμενος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[φερέοικος]]·α) [[είδος]] φιδιού<br />β) <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[είδος]] σφήκας ή [[είδος]] χελώνας<br /><b>2.</b> (μόνον ο τ. [[φέροικος]]) [[είδος]] ζώου λευκού χρώματος που μοιάζει με σκίουρο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]] (για τη [[μορφή]] του α' συνθετικού <b>βλ. λ.</b> [[φέρω]]) <span style="color: red;">+</span> [[οἶκος]] (<b>πρβλ.</b> <i>σωσί</i>-<i>οικος</i>, <i>ὠλεσί</i>-<i>οικος</i>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 14:25, 14 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φερέοικος Medium diacritics: φερέοικος Low diacritics: φερέοικος Capitals: ΦΕΡΕΟΙΚΟΣ
Transliteration A: pheréoikos Transliteration B: phereoikos Transliteration C: fereoikos Beta Code: fere/oikos

English (LSJ)

ον,

   A carrying one's house with one, of the Scythians in Hdt.4.46.    II Subst., house-carrier, i.e. snail, Hes.Op.571: acc. to others, a kind of wasp, or a tortoise, Hsch., EM790.35, cf. φέροικος.

German (Pape)

[Seite 1261] das Haus mit sich tragend, führend; von den Scythen gesagt Her. 4, 46; von der Schnecke Hes. O. 573; vgl. Ath. II, 63 a; auch von der Schildkröte. – Vgl. φέροικος.

Greek (Liddell-Scott)

φερέοικος: -ον, ὁ φέρων τὴν οἰκίαν του μεθ’ ἑαυτοῦ, ἐπὶ τῶν Σκυθῶν παρ’ Ἡροδ. 4. 46· ― ὡς οὐσιαστ., ὁ φέρων μεθ’ ἑαυτοῦ τὴν οἰκίαν του, δηλ. ὁ κοχλίας, Λατ. domiporta (Ποιητὴς παρὰ Κικέρωνι Div. 2. 64), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 569· κατ’ ἄλλους ζῷον ὅμοιον γαλῇ ἢ εἶδος ζῴου μείζονος σφηκός· «φερέοικος... ἔνιοι ζῷον ὅμοιον γαλῇ ὑπὸ δρυσὶ καὶ ἐλάταις γινόμενον. οἱ δὲ ζῷον σφηκὸς μεῖζον» Ἡσύχ., κλπ.· πρβλ. ὡσαύτως φέροικος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui porte sa maison ou sa tente avec soi, nomade.
Étymologie: φέρω, οἶκος.

Greek Monolingual

-η, -ο / φερέοικος, -ον, ΝΜΑ, και φέροικος, ὁ, Α
1. (για ζώο) αυτός που κουβαλά μαζί του το σπίτι του, όπως λ.χ., το σαλιγκάρι ή η χελώνα
2. (για πρόσ.) αυτός που δεν έχει μόνιμη κατοικία, περιπλανώμενος
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ.φερέοικος·α) είδος φιδιού
β) (κατά τον Ησύχ.) είδος σφήκας ή είδος χελώνας
2. (μόνον ο τ. φέροικος) είδος ζώου λευκού χρώματος που μοιάζει με σκίουρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή του α' συνθετικού βλ. λ. φέρω) + οἶκος (πρβλ. σωσί-οικος, ὠλεσί-οικος)].

Greek Monotonic

φερέοικος: -ον, αυτός που έχει μαζί του το σπίτι του, λέγεται για τους Σκύθες, σε Ηρόδ.· ως ουσ., αυτός που κουβαλάει το σπίτι του, δηλ. το σαλιγκάρι, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

φερέοικος: II ὁ домоносец, т. е. садовая улитка Hes.
несущий с собой свое жилье, т. е. кочевой (sc. οἱ Σκύθαι Her.).

Middle Liddell

φερέ-οικος, ον,
carrying one's house with one, of the Scythians, Hdt.:—as Subst. the house-carrier, i. e. snail, Hes.