ιεροσκόπος: Difference between revisions
From LSJ
Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht
(17) |
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ (Α [[ἱεροσκόπος]], -ον)<br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b | |mltxt=ὁ (Α [[ἱεροσκόπος]], -ον)<br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[ἱεροσκόπος]]<br />ο [[ιερομάντης]], αυτός που προλέγει τα μέλλοντα εξετάζοντας τα σπλάχνα τών θυσιαζόμενων ζώων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιερ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σκοπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σκοπός]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>οιωνο</i>-<i>σκόπος</i>, <i>ορνεο</i>-<i>σκόπος</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:30, 14 January 2019
Greek Monolingual
ὁ (Α ἱεροσκόπος, -ον)
το αρσ. ως ουσ. ὁ ἱεροσκόπος
ο ιερομάντης, αυτός που προλέγει τα μέλλοντα εξετάζοντας τα σπλάχνα τών θυσιαζόμενων ζώων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + -σκοπος (< σκοπός), πρβλ. οιωνο-σκόπος, ορνεο-σκόπος].