ὑποδεής: Difference between revisions
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ες, ΜΑ<br /><b>1.</b> [[ελλιπής]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὑποδεές</i>·η [[υποταγή]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b | |mltxt=<b>(I)</b><br />-ες, ΜΑ<br /><b>1.</b> [[ελλιπής]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὑποδεές</i>·η [[υποταγή]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[ὑποδεής]]<br />[[υπηρέτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δεής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἐν</i>-<i>δεής</i>].<br /><b>(II)</b><br />-ες, Α<br />λίγο φοβισμένος, [[κάπως]] φοβισμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δεής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέος]] «[[φόβος]]»), <b>πρβλ.</b> <i>περι</i>-<i>δεής</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 14:35, 14 January 2019
English (LSJ)
(A), ές, (δέομαι)
A somewhat deficient, inferior; used only in Comp. ὑποδεέστερος. I of persons, lower in degree, Hdt.1.91, 134; κυνίδια τῶν ἀνθρώπων καὶ τῇ γνώμῃ καὶ τῇ γλώσσῃ ὑ. X. Oec. 13.8. b younger, PMasp.23.16 (vi A. D.), PLond.5.1708.37 (vi A. D.). 2 of things, ἐκ πολλῷ ὑποδεεστέρων with resources much inferior, Th.2.89; αὐτὸς ἑωυτοῦ ῥέει -έστερος, of the Nile, Hdt.2.25; τέχνη ἐκείνης -τέρα Pl.Euthd.289e; δηλοῦται . . ὑποδεέστερα ὄντα τῆς φήμης inferior to report, i. e. exaggerated, Th.1.11; ἔστι δὲ τοῦτο ὑ., of bee-bread, Arist.HA623b24. II Adv. -εστέρως Th.8.87, Antipho 4.4.6: neut. pl. ὑποδεέστερα as Adv., Id.3.3.9.
ὑποδεής (B), ές, (δέος)
A somewhat fearful, Hsch., Phot., Suid.
German (Pape)
[Seite 1214] ές, etwas furchtsam, Hesych. ές, mangelhaft, – scheint nur im compar. ὑποδεέστερος vorzukommen, geringer, Her. 1, 134. 6, 51 Thuc. 1, 10. 4, 20 u. öfter; Plat. oft; μηδὲν ὑποδεέστερα τούτων μελετῶν Antiph. 3 γ 9; auch adv. ὑποδεεστέρως, 4 δ 4, wie Thuc. 8, 87 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποδεής: -ές, γεν. έος, (δέομαι) ὀλίγον τι ἐλλιπής, κατώτερος· ἀλλὰ φαίνεται ὅτι ἦν ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ συγκρ. ὑποδεέστερος (πρβλ. ἐνδεής), 1) ἐπὶ ἐμψύχων, Ἡρόδ. 1. 91, 134., 2. 25, Πλάτ. Εὐθύδ. 289Ε, κ. ἀλλ.· κυνίδια τῶν ἀνθρώπων καὶ τῇ γνώμῃ καὶ τῇ γλώττῃ ὑπ. Ξεν. Οἰκ. 13, 8. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ἐκ πολλῷ ὑποδεεστέρων Θουκ. 2. 89· ὑποδ. ὄντα τῆς φήμης ὁ αὐτ., ἴδε φήμη Ι. 2· ἐστὶ δὲ τοῦτο ὑποδεέστερον, περὶ τῆς τροφῆς τῶν μελισσῶν, ἣν καλοῦσι τινὲς κήρινθον, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 5. ΙΙ. Ἐπίρρ. -εστέρως, Θουκ. 8. 87, Ἀντιφῶν 128. 34· οὐδέτ. πληθ. ὑποδεέστερα ὡς ἐπίρρ., ὁ αὐτ. 123. 24.
French (Bailly abrégé)
1ής, ές :
inférieur;
Cp. ὑποδεέστερος tout à fait inférieur : τινος à qqn ou à qch.
Étymologie: ὑπό, δέω².
Greek Monolingual
(I)
-ες, ΜΑ
1. ελλιπής
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑποδεές·η υποταγή
μσν.
το αρσ. ως ουσ. ὁ ὑποδεής
υπηρέτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -δεής (< δέομαι), πρβλ. ἐν-δεής].
(II)
-ες, Α
λίγο φοβισμένος, κάπως φοβισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -δεής (< δέος «φόβος»), πρβλ. περι-δεής].
Greek Monotonic
ὑποδεής: -ές (δέομαι), γεν. -έος, κάπως ανεπαρκής, ελλιπής, κατώτερος· κυρίως σε συγκρ. ὑποδεέστερος, σε Ηρόδ., Πλάτ.· ἐκ πολλῷ ὑποδεεστέρων, με πόρους πολύ κατώτερους, σε Θουκ.· επίρρ. -εστέρως, στον ίδ.
Middle Liddell
ὑπο-δεής, ές δέομαι
somewhat deficient, inferior; mostly in comp. ὑποδεέστερος, Hdt., Plat.; ἐκ πολλῷ ὑποδεεστέρων with resources much inferior, Thuc.:—adv. -εστέρως, Thuc.