επένθεση: Difference between revisions
From LSJ
Ἡ κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel
(13) |
m (Text replacement - ">" to ">") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[ἐπένθεσις]]) [[επεντίθημι]]<br /><b>1.</b> [[παρεμβολή]] [[ανάμεσα]]<br /><b>2.</b> η [[ανάπτυξη]] [[μέσα]] σε [[λέξη]] ή [[ομάδα]] φωνημάτων ενός φωνήματος (που δεν έχει ετυμολογική [[προέλευση]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[μετατόπιση]] του <i>j</i> [[πριν]] από τον έρρινο, [[υγρό]] ή συριστικό φθόγγο που προηγείται και ο [[σχηματισμός]] διφθόγγου με το προηγούμενο [[φωνήεν]] («<i>φανjω</i>) | |mltxt=η (AM [[ἐπένθεσις]]) [[επεντίθημι]]<br /><b>1.</b> [[παρεμβολή]] [[ανάμεσα]]<br /><b>2.</b> η [[ανάπτυξη]] [[μέσα]] σε [[λέξη]] ή [[ομάδα]] φωνημάτων ενός φωνήματος (που δεν έχει ετυμολογική [[προέλευση]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[μετατόπιση]] του <i>j</i> [[πριν]] από τον έρρινο, [[υγρό]] ή συριστικό φθόγγο που προηγείται και ο [[σχηματισμός]] διφθόγγου με το προηγούμενο [[φωνήεν]] («<i>φανjω</i>)> [[φαίνω]], <i>καθαρjω</i> > [[καθαίρω]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[επίθεση]], [[τοποθέτηση]] φαρμάκου [[πάνω]] σε [[πληγή]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 15:14, 15 January 2019
Greek Monolingual
η (AM ἐπένθεσις) επεντίθημι
1. παρεμβολή ανάμεσα
2. η ανάπτυξη μέσα σε λέξη ή ομάδα φωνημάτων ενός φωνήματος (που δεν έχει ετυμολογική προέλευση)
νεοελλ.
η μετατόπιση του j πριν από τον έρρινο, υγρό ή συριστικό φθόγγο που προηγείται και ο σχηματισμός διφθόγγου με το προηγούμενο φωνήεν («φανjω)> φαίνω, καθαρjω > καθαίρω»)
αρχ.
επίθεση, τοποθέτηση φαρμάκου πάνω σε πληγή.