κυρώ: Difference between revisions

From LSJ

Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς θεοὺς πράξειν καλῶς → Spera felicitatem, si deos colas → Erhoffe Wohlergeh'n, wenn du die Götter ehrst

Menander, Monostichoi, 142
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
m (Text replacement - ">" to ">")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br /> κυρῶ, -έω και [[κύρω]] (Α)<br /> <b>1.</b> [[συναντώ]] τυχαία, [[πέφτω]] [[επάνω]] («[[ἄλλοτε]] μέν τε κακῷ ὅ γε κύρεται, [[ἄλλοτε]] δ' ἐσθλῷ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /> <b>2.</b> [[προσκρούω]]<br /> <b>3.</b> [[φθάνω]] έως... (α. «μέγα [[δένδρεον]] αἰθέρι κῡρον», <b>Καλλ.</b>)<br /> β. «αιθερίας νεφέλας κύρσαιμι», <b>Σοφ.</b>)<br /> γ. «ἐπ' ἀκταῑς νιν κυρῷ», <b>Ευρ.</b>)<br /> <b>4.</b> (για άψυχα) παραχωρούμαι, δίνομαι σε κάποιον («ξυντυχία [[κρείσσων]] ἐκύρησεν», <b>Ευρ.</b>)<br /> <b>5.</b> [[πετυχαίνω]] τον σκοπό μου («ἔκυρσας [[ὥστε]] [[τοξότης]]... σκοποῡ», <b>Αισχύλ.</b>)<br /> <b>6.</b> [[λαμβάνω]], [[αποκτώ]] («τῶν μεγίστων ἀγαθῶν κεκυρηκότα», <b>Πλάτ.</b>)<br /> <b>7.</b> [[συμβαίνω]], [[γίνομαι]] («[[καλῶς]] τὰ [[πλείω]] κυρεῑ», <b>Αισχύλ.</b>)<br /> <b>8.</b> [[επακολουθώ]], [[έρχομαι]] ως επακόλουθο («ἕτερα ἀφ' ἑτέρων κακὰ κυρεῑ», <b>Ευρ.</b>)<br /> <b>9.</b> [[πετυχαίνω]] το σωστό, το αληθινό («γνώμῃ κυρήσας οὐδ' ἀπ' οἰωνῶν [[μαθών]]», <b>Σοφ.</b>)<br /> <b>10.</b> έχω επιτυχίες, [[ευημερώ]], [[προκόβω]]<br /> <b>11.</b> (ως βοηθ. και ως συνδετικό ρ.) συμβαίνει να [[είμαι]] (α. «σεσωσμένος κυρεῑ», <b>Αισχύλ.</b><br /> β. «φονέα σε [[φημί]]... κυρεῑν», <b>Σοφ.</b>)<br /> <b>12.</b> <b>φρ.</b> «κυρῶ [[πρός]]...» — αναφέρομαι σε [[κάτι]] («τὰ πρὸς διαβολήν κυροῡντα», <b>Πολ.</b>)<br /> <b>13.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «εἰς ὅ, τι κύρει ἕκαστα» — ανάλογα με τις περιστάσεις.<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. <i>κύρ</i>-<i>ω</i> <span style="color: red;"><</span> <i>κῠρ</i>-<i>yο</i>, με [[αντέκταση]] (<i>ῠ</i> &GT; <i>ῦ</i>), ο δε τ. [[κυρώ]] [[είναι]] [[υστερογενής]] μεταπλασμένος τ. ενεστ. του [[κύρω]]. Η [[σύνδεση]] της λ. με τους τ. [[καιρός]] και <i>κυρίττω</i> δεν φαίνεται πιθανή. Η λ. διασώθηκε στη Νέα Ελληνική μόνο με τη σύνθετη λ. [[συγκυρία]].<br /><b>(II)</b><br /> κυρῶ, -όω (AM)<br /> <b>βλ.</b> [[κυρώνω]].
|mltxt=<b>(I)</b><br /> κυρῶ, -έω και [[κύρω]] (Α)<br /> <b>1.</b> [[συναντώ]] τυχαία, [[πέφτω]] [[επάνω]] («[[ἄλλοτε]] μέν τε κακῷ ὅ γε κύρεται, [[ἄλλοτε]] δ' ἐσθλῷ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /> <b>2.</b> [[προσκρούω]]<br /> <b>3.</b> [[φθάνω]] έως... (α. «μέγα [[δένδρεον]] αἰθέρι κῡρον», <b>Καλλ.</b>)<br /> β. «αιθερίας νεφέλας κύρσαιμι», <b>Σοφ.</b>)<br /> γ. «ἐπ' ἀκταῑς νιν κυρῷ», <b>Ευρ.</b>)<br /> <b>4.</b> (για άψυχα) παραχωρούμαι, δίνομαι σε κάποιον («ξυντυχία [[κρείσσων]] ἐκύρησεν», <b>Ευρ.</b>)<br /> <b>5.</b> [[πετυχαίνω]] τον σκοπό μου («ἔκυρσας [[ὥστε]] [[τοξότης]]... σκοποῡ», <b>Αισχύλ.</b>)<br /> <b>6.</b> [[λαμβάνω]], [[αποκτώ]] («τῶν μεγίστων ἀγαθῶν κεκυρηκότα», <b>Πλάτ.</b>)<br /> <b>7.</b> [[συμβαίνω]], [[γίνομαι]] («[[καλῶς]] τὰ [[πλείω]] κυρεῑ», <b>Αισχύλ.</b>)<br /> <b>8.</b> [[επακολουθώ]], [[έρχομαι]] ως επακόλουθο («ἕτερα ἀφ' ἑτέρων κακὰ κυρεῑ», <b>Ευρ.</b>)<br /> <b>9.</b> [[πετυχαίνω]] το σωστό, το αληθινό («γνώμῃ κυρήσας οὐδ' ἀπ' οἰωνῶν [[μαθών]]», <b>Σοφ.</b>)<br /> <b>10.</b> έχω επιτυχίες, [[ευημερώ]], [[προκόβω]]<br /> <b>11.</b> (ως βοηθ. και ως συνδετικό ρ.) συμβαίνει να [[είμαι]] (α. «σεσωσμένος κυρεῑ», <b>Αισχύλ.</b><br /> β. «φονέα σε [[φημί]]... κυρεῑν», <b>Σοφ.</b>)<br /> <b>12.</b> <b>φρ.</b> «κυρῶ [[πρός]]...» — αναφέρομαι σε [[κάτι]] («τὰ πρὸς διαβολήν κυροῡντα», <b>Πολ.</b>)<br /> <b>13.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «εἰς ὅ, τι κύρει ἕκαστα» — ανάλογα με τις περιστάσεις.<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. <i>κύρ</i>-<i>ω</i> <span style="color: red;"><</span> <i>κῠρ</i>-<i>yο</i>, με [[αντέκταση]] (<i>ῠ</i> > <i>ῦ</i>), ο δε τ. [[κυρώ]] [[είναι]] [[υστερογενής]] μεταπλασμένος τ. ενεστ. του [[κύρω]]. Η [[σύνδεση]] της λ. με τους τ. [[καιρός]] και <i>κυρίττω</i> δεν φαίνεται πιθανή. Η λ. διασώθηκε στη Νέα Ελληνική μόνο με τη σύνθετη λ. [[συγκυρία]].<br /><b>(II)</b><br /> κυρῶ, -όω (AM)<br /> <b>βλ.</b> [[κυρώνω]].
}}
}}

Revision as of 15:19, 15 January 2019

Greek Monolingual

(I)
κυρῶ, -έω και κύρω (Α)
1. συναντώ τυχαία, πέφτω επάνωἄλλοτε μέν τε κακῷ ὅ γε κύρεται, ἄλλοτε δ' ἐσθλῷ», Ομ. Ιλ.)
2. προσκρούω
3. φθάνω έως... (α. «μέγα δένδρεον αἰθέρι κῡρον», Καλλ.)
β. «αιθερίας νεφέλας κύρσαιμι», Σοφ.)
γ. «ἐπ' ἀκταῑς νιν κυρῷ», Ευρ.)
4. (για άψυχα) παραχωρούμαι, δίνομαι σε κάποιον («ξυντυχία κρείσσων ἐκύρησεν», Ευρ.)
5. πετυχαίνω τον σκοπό μου («ἔκυρσας ὥστε τοξότης... σκοποῡ», Αισχύλ.)
6. λαμβάνω, αποκτώ («τῶν μεγίστων ἀγαθῶν κεκυρηκότα», Πλάτ.)
7. συμβαίνω, γίνομαικαλῶς τὰ πλείω κυρεῑ», Αισχύλ.)
8. επακολουθώ, έρχομαι ως επακόλουθο («ἕτερα ἀφ' ἑτέρων κακὰ κυρεῑ», Ευρ.)
9. πετυχαίνω το σωστό, το αληθινό («γνώμῃ κυρήσας οὐδ' ἀπ' οἰωνῶν μαθών», Σοφ.)
10. έχω επιτυχίες, ευημερώ, προκόβω
11. (ως βοηθ. και ως συνδετικό ρ.) συμβαίνει να είμαι (α. «σεσωσμένος κυρεῑ», Αισχύλ.
β. «φονέα σε φημί... κυρεῑν», Σοφ.)
12. φρ. «κυρῶ πρός...» — αναφέρομαι σε κάτι («τὰ πρὸς διαβολήν κυροῡντα», Πολ.)
13. παροιμ. φρ. «εἰς ὅ, τι κύρει ἕκαστα» — ανάλογα με τις περιστάσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. κύρ-ω < κῠρ-yο, με αντέκταση ( > ), ο δε τ. κυρώ είναι υστερογενής μεταπλασμένος τ. ενεστ. του κύρω. Η σύνδεση της λ. με τους τ. καιρός και κυρίττω δεν φαίνεται πιθανή. Η λ. διασώθηκε στη Νέα Ελληνική μόνο με τη σύνθετη λ. συγκυρία.
(II)
κυρῶ, -όω (AM)
βλ. κυρώνω.