ὁμαλύνω: Difference between revisions
Ἢ ζῆν ἀλύπως, ἢ θανεῖν εὐδαιμόνως → Felicis aevum sine malis agere aut mori → Ein Leben ohne Betrübnis oder ein seliger Tod
(3b) |
m (Text replacement - ">" to ">") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Α [[ὁμαλύνω]])<br />[[καθιστώ]] [[κάτι]] ομαλό, επίπεδο, [[ισιώνω]] («ἀφαιροῡντα δὲ τοὺς ὑπερέχοντας τῶν σταχύων ὁμαλῡναι τὴν ἄρουραν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εξαλείφω]] τις ανωμαλίες, [[εξομαλύνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φέρνω]] το [[σώμα]] στην κανονική του [[θερμοκρασία]]<br /><b>2.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] κανονικό, εύρυθμο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὁμαλός]] (<b>πρβλ.</b> [[λεπτός]] | |mltxt=(Α [[ὁμαλύνω]])<br />[[καθιστώ]] [[κάτι]] ομαλό, επίπεδο, [[ισιώνω]] («ἀφαιροῡντα δὲ τοὺς ὑπερέχοντας τῶν σταχύων ὁμαλῡναι τὴν ἄρουραν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εξαλείφω]] τις ανωμαλίες, [[εξομαλύνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φέρνω]] το [[σώμα]] στην κανονική του [[θερμοκρασία]]<br /><b>2.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] κανονικό, εύρυθμο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὁμαλός]] (<b>πρβλ.</b> [[λεπτός]] > [[λεπτύνω]])]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὁμᾰλύνω:''' Plat., Arst. = [[ὁμαλίζω]]. | |elrutext='''ὁμᾰλύνω:''' Plat., Arst. = [[ὁμαλίζω]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:25, 15 January 2019
English (LSJ)
A = ὁμαλίζω 1.1, τὴν κονδύλωσιν Hp.Haem.5, cf. Pl. Ti. 45e ; τὴν ἄρουραν Arist.Pol.1284a30. II bring the body to an even temperature, Id.Mete.381a20, cf. Metaph.1032b19 (Pass.). 2 make regular, τὸ πνεῦμα Antyll. ap. Orib.6.5.1.
German (Pape)
[Seite 329] ebenen, glätten, τὰς κινήσεις, αὐτῶν ὁμαλυνθεισῶν ἡσυχία γίγνεται, Plat. Tim. 45 e.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμᾰλύνω: [ῡ], = ὁμαλίζω, Ἱππ. 893F, Τίμ. Λοκρ. 45Ε. ΙΙ. ἐν τῷ παθητ., πρβλ. Μετεωρ. 4. 3, 17. - Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 169.
French (Bailly abrégé)
c. ὁμαλίζω.
Étymologie: ὁμαλός.
Greek Monolingual
(Α ὁμαλύνω)
καθιστώ κάτι ομαλό, επίπεδο, ισιώνω («ἀφαιροῡντα δὲ τοὺς ὑπερέχοντας τῶν σταχύων ὁμαλῡναι τὴν ἄρουραν», Αριστοτ.)
νεοελλ.
εξαλείφω τις ανωμαλίες, εξομαλύνω
αρχ.
1. φέρνω το σώμα στην κανονική του θερμοκρασία
2. καθιστώ κάτι κανονικό, εύρυθμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁμαλός (πρβλ. λεπτός > λεπτύνω)].
Russian (Dvoretsky)
ὁμᾰλύνω: Plat., Arst. = ὁμαλίζω.