λοιπόν: Difference between revisions

From LSJ

τύχας ὀνησίμους γαίας ἐξαμβρῦσαιcause happiness to spring forth from the earth

Source
(3)
m (Text replacement - "''' <b class="num">I</b>" to "'''<br /><b class="num">I</b>")
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''λοιπόν:''' <b class="num">I</b> τό оставшаяся или остающаяся часть, остальное, остаток (τὸ λ. τῆς ἡμέρας Xen.): καὶ τὰ λοιπά (в сокращ. κτλ.) Plut. и прочее; τὸ λ. [[ἤδη]] [[ἡμῖν]] ἐστιν σκέψασθαι Plat. нам остается еще рассмотреть.<br /><b class="num">II</b> (τό) (тж. τὰ λοιπά) adv.<br /><b class="num">1)</b> наконец, кроме того, к тому же Plat.;<br /><b class="num">2)</b> в будущем, впредь, отныне Pind., Plat.;<br /><b class="num">3)</b> все еще NT;<br /><b class="num">4)</b> впрочем NT;<br /><b class="num">5)</b> вслед за этим, затем NT;<br /><b class="num">6)</b> в конце концов NT.
|elrutext='''λοιπόν:'''<br /><b class="num">I</b> τό оставшаяся или остающаяся часть, остальное, остаток (τὸ λ. τῆς ἡμέρας Xen.): καὶ τὰ λοιπά (в сокращ. κτλ.) Plut. и прочее; τὸ λ. [[ἤδη]] [[ἡμῖν]] ἐστιν σκέψασθαι Plat. нам остается еще рассмотреть.<br /><b class="num">II</b> (τό) (тж. τὰ λοιπά) adv.<br /><b class="num">1)</b> наконец, кроме того, к тому же Plat.;<br /><b class="num">2)</b> в будущем, впредь, отныне Pind., Plat.;<br /><b class="num">3)</b> все еще NT;<br /><b class="num">4)</b> впрочем NT;<br /><b class="num">5)</b> вслед за этим, затем NT;<br /><b class="num">6)</b> в конце концов NT.
}}
}}

Revision as of 13:55, 31 January 2019

English (Strong)

neuter singular of the same as λοιποί; something remaining (adverbially): besides, finally, furthermore, (from) henceforth, moreover, now, + it remaineth, then.

Greek Monolingual

(AM λοιπόν, Μ και λοιπός)
(άναρθρο και έναρθρο) (ως σύνδεσμος συμπερασματικός, συλλογιστικός και μεταβατικός) άρα, συνεπώς, ώστε, επομένως (α. «αφού λοιπόν δεν έρχεσαι, θα πάω μόνος μου» β. «ἐκ τούτου λοιπὸν τοῡ χαλεποῡ νοσήματος, ἔμεινε... κλινήρης», Μηναί.)
νεοελλ.-μσν.
(ως επιφώνημα ενισχυτικό ή προκλητικό της προσοχής) στο προκείμενο («λοιπόν, πώς τά βλέπεις τα πράγματα;»)
μσν.
(ως συμπερασματικός σύνδεσμος) γι' αυτό, κι έτσι
μσν.-αρχ.
(ως επίρρ.)
1. στο εξής, έπειτα («ὁ καιρὸς συνεσταλμένος τὸ λοιπόν ἐστι, ἵνα... ὦσι», ΚΔ)
2. ως εκ τούτου, τότε («λοιπὸν ἀνάγκη συγχωρεῑν τὰς ἀρχὰς καὶ τὰς ὑποθέσεις εἶναι ψευδεῑς», Πολ.)
3. επιτέλους, τελοσπάντων («λοιπόν, ἀδελφοί, χαίρετε, καταρτίζεσθε», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουδ. λοιπόν του επιθ. λοιπός (πρβλ. επιρρμ. χρήση του επιθ. πιθανόν)].

Russian (Dvoretsky)

λοιπόν:
I τό оставшаяся или остающаяся часть, остальное, остаток (τὸ λ. τῆς ἡμέρας Xen.): καὶ τὰ λοιπά (в сокращ. κτλ.) Plut. и прочее; τὸ λ. ἤδη ἡμῖν ἐστιν σκέψασθαι Plat. нам остается еще рассмотреть.
II (τό) (тж. τὰ λοιπά) adv.
1) наконец, кроме того, к тому же Plat.;
2) в будущем, впредь, отныне Pind., Plat.;
3) все еще NT;
4) впрочем NT;
5) вслед за этим, затем NT;
6) в конце концов NT.