εμφυσώ: Difference between revisions

From LSJ

οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good

Source
(11)
 
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(-άω) (AM ἐμφυσῶ)<br /><b>1.</b> [[φυσώ]] [[πάνω]] ή [[μέσα]] σε κάποιον, [[επιπνέω]] («τοῡτο εἰπὼν ἐνεφύσησε καὶ λέγει αὐτοῑς<br />λάβετε Πνεῡμα Ἅγιον», ΚΔ. Ιω.)<br /><b>2.</b> [[εμπνέω]] σε κάποιον συναισθήματα ή ιδέες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φυσώ]] [[μέσα]] («αὐλητρὶς ἐνεφύσησεν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[φουσκώνω]], [[διογκώνω]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> <b>μέσ.</b> επαίρομαι, [[κομπάζω]], [[φουσκώνω]].
|mltxt=(-άω) (AM ἐμφυσῶ)<br /><b>1.</b> [[φυσώ]] [[πάνω]] ή [[μέσα]] σε κάποιον, [[επιπνέω]] («τοῦτο εἰπὼν ἐνεφύσησε καὶ λέγει αὐτοῑς<br />λάβετε Πνεῡμα Ἅγιον», ΚΔ. Ιω.)<br /><b>2.</b> [[εμπνέω]] σε κάποιον συναισθήματα ή ιδέες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φυσώ]] [[μέσα]] («αὐλητρὶς ἐνεφύσησεν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[φουσκώνω]], [[διογκώνω]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> <b>μέσ.</b> επαίρομαι, [[κομπάζω]], [[φουσκώνω]].
}}
}}

Revision as of 12:25, 15 February 2019

Greek Monolingual

(-άω) (AM ἐμφυσῶ)
1. φυσώ πάνω ή μέσα σε κάποιον, επιπνέω («τοῦτο εἰπὼν ἐνεφύσησε καὶ λέγει αὐτοῑς
λάβετε Πνεῡμα Ἅγιον», ΚΔ. Ιω.)
2. εμπνέω σε κάποιον συναισθήματα ή ιδέες
αρχ.
1. φυσώ μέσα («αὐλητρὶς ἐνεφύσησεν», Αριστοφ.)
2. φουσκώνω, διογκώνω
3. μτφ. μέσ. επαίρομαι, κομπάζω, φουσκώνω.