εύκοπος: Difference between revisions
From LSJ
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
(15) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὔκοπος]], -ον (Α)<br />αυτός που γίνεται με μικρό κόπο, ο [[εύκολος]] ( | |mltxt=[[εὔκοπος]], -ον (Α)<br />αυτός που γίνεται με μικρό κόπο, ο [[εύκολος]] («τοῦτο... κατὰ δὲ τὴν τῶν Ῥωμαίων ἀγωγὴν εὔκοπον», <b>Πολ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐκόπως</i> (ΑΜ)<br />το συγκρ. <i>εὐκοπώτερον</i> (ΑΜ) και <i>εὐκοπωτέρως</i> (Μ)<br />εύκολα, με [[ευκολία]]<br />το συγκρ., με μεγαλύτερη [[ευκολία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[κόπος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κόπτω]]). Η [[σημασία]] «[[βάσανο]], [[κούραση]]» [[είναι]] αρχαία παρ' όλο που ετυμολογικώς το όνομα δηλώνει τη ρηματική [[ενέργεια]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:40, 15 February 2019
Greek Monolingual
εὔκοπος, -ον (Α)
αυτός που γίνεται με μικρό κόπο, ο εύκολος («τοῦτο... κατὰ δὲ τὴν τῶν Ῥωμαίων ἀγωγὴν εὔκοπον», Πολ.).
επίρρ...
εὐκόπως (ΑΜ)
το συγκρ. εὐκοπώτερον (ΑΜ) και εὐκοπωτέρως (Μ)
εύκολα, με ευκολία
το συγκρ., με μεγαλύτερη ευκολία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κόπος (< κόπτω). Η σημασία «βάσανο, κούραση» είναι αρχαία παρ' όλο που ετυμολογικώς το όνομα δηλώνει τη ρηματική ενέργεια].