οιακίζω: Difference between revisions
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
(28) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Α [[οἰακίζω]], ιων. τ. [[οἰηκίζω]])<br /><b>1.</b> [[στρέφω]], [[χειρίζομαι]] τον οίακα του πλοίου, [[πηδαλιουχώ]] («ἑνὸς ἀνδρὸς ἐξ ἑκατέρου | |mltxt=(Α [[οἰακίζω]], ιων. τ. [[οἰηκίζω]])<br /><b>1.</b> [[στρέφω]], [[χειρίζομαι]] τον οίακα του πλοίου, [[πηδαλιουχώ]] («ἑνὸς ἀνδρὸς ἐξ ἑκατέρου τοῦ μέρους τῆς πρύμνης οἰακίζοντος», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[δίνω]] [[κατεύθυνση]], [[κυβερνώ]], [[καθοδηγώ]] (α. «διὸ παιδεύουσι τοὺς νέους οἰακίζοντες ἡδονῇ καὶ λύπῃ», <b>Αριστοτ.</b><br />β. «ὁ κοινὸς [[βίος]] [[ὥσπερ]] ὑπὸ θεῶν τινος οἰακιζόμενος», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατευθύνω]], [[κινώ]]<br /><b>2.</b> (το παθ.) <i>οἰακίζομαι</i><br />(για άλογα) κατευθύνομαι, οδηγούμαι («ἀπὸ [[ῥαβδίον]] οἰακίζεσθαι» <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἴαξ]]-, -<i>ᾱκος</i> / [[οἴηξ]], -<i>ηκος</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:50, 15 February 2019
Greek Monolingual
(Α οἰακίζω, ιων. τ. οἰηκίζω)
1. στρέφω, χειρίζομαι τον οίακα του πλοίου, πηδαλιουχώ («ἑνὸς ἀνδρὸς ἐξ ἑκατέρου τοῦ μέρους τῆς πρύμνης οἰακίζοντος», Πολ.)
2. μτφ. δίνω κατεύθυνση, κυβερνώ, καθοδηγώ (α. «διὸ παιδεύουσι τοὺς νέους οἰακίζοντες ἡδονῇ καὶ λύπῃ», Αριστοτ.
β. «ὁ κοινὸς βίος ὥσπερ ὑπὸ θεῶν τινος οἰακιζόμενος», Διόδ.)
αρχ.
1. κατευθύνω, κινώ
2. (το παθ.) οἰακίζομαι
(για άλογα) κατευθύνομαι, οδηγούμαι («ἀπὸ ῥαβδίον οἰακίζεσθαι» Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἴαξ-, -ᾱκος / οἴηξ, -ηκος].