οδυνώμαι: Difference between revisions
From LSJ
(28) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Α ὀδυνῶμαι, -άομαι και ιων. τ. ὀδυνῶμαι, -έομαι και ενεργ. τ. ὀδυνῶ, -άω) [[οδύνη]]<br />[[νιώθω]] ισχυρό πόνο («ὡς οὐδὲν ἥδιον | |mltxt=(Α ὀδυνῶμαι, -άομαι και ιων. τ. ὀδυνῶμαι, -έομαι και ενεργ. τ. ὀδυνῶ, -άω) [[οδύνη]]<br />[[νιώθω]] ισχυρό πόνο («ὡς οὐδὲν ἥδιον τοῦ παύσασθαι ὀδυνώμενον», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />(το ενεργ.) [[προξενώ]] σε κάποιον [[μεγάλη]] [[λύπη]], τον [[κάνω]] να πονέσει. | ||
}} | }} |