πολύμορφος: Difference between revisions
κάλλιστον τὸ δικαιότατον, λῷστον δ' ὑγιαίνειν → nothing is more beautiful than being just, but nothing is more pleasant than being healthy | Most beautiful is what is most just; the best thing is to be healthy.
(nl) |
m (Text replacement - "<b class="b2">Aër</b>" to "Aër") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=polymorfos | |Transliteration C=polymorfos | ||
|Beta Code=polu/morfos | |Beta Code=polu/morfos | ||
|Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">multiform, manifold</b>, Hp. | |Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">multiform, manifold</b>, Hp.Aër.12; π. τοῖς σχήμασιν <span class="bibl">Arist.<span class="title">PA</span>646b32</span>: Comp., ib.<span class="bibl">656a4</span>: Sup., <span class="bibl">Id.<span class="title">HA</span>606b18</span>; π. λόγων ἰδέα <span class="bibl">Him.<span class="title">Or.</span>34.4</span>. Adv. -φως <span class="bibl">D.S.2.52</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> of persons, <b class="b2">versatile</b>, <span class="bibl">Ph.2.47</span>; π. βίος <span class="bibl">Id.1.565</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">III</span> <b class="b2">of irregular shape</b>: hence <b class="b3">πολύμορφον, τό,</b> the <b class="b2">sphenoid bone</b>, Gal.14.721.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 21:10, 20 August 2019
English (LSJ)
ον,
A multiform, manifold, Hp.Aër.12; π. τοῖς σχήμασιν Arist.PA646b32: Comp., ib.656a4: Sup., Id.HA606b18; π. λόγων ἰδέα Him.Or.34.4. Adv. -φως D.S.2.52. II of persons, versatile, Ph.2.47; π. βίος Id.1.565. III of irregular shape: hence πολύμορφον, τό, the sphenoid bone, Gal.14.721.
German (Pape)
[Seite 667] vielgestaltig; θηρία πολυμορφότατα, Arist. H. A. 8, 28; κακόν, Luc. Asin. 54, u. öfter, Maneth. 5, 29.
Greek (Liddell-Scott)
πολύμορφος: -ον, ὁ ἔχων πολλὰς μορφάς, πολλαπλοῦς, ποικίλος, Ἱππ. π. Ἀέρ. 289, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ, 4. 11, 22 κ. ἀλλ.· Ὑπερθ., ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 28, 11. Ἐπίρρ. -φως, Διόδ. 2. 52.
Spanish
polimorfo, que tiene muchas formas
Greek Monolingual
-η, -ο / πολύμορφος, -ον ΝΜΑ
αυτός που έχει πολλές μορφές, που παρουσιάζεται με πολλές μορφές
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το πολύμορφο
χημ. πολύμορφο σώμα
2. φρ. α) χημ. «πολύμορφο σώμα» και «πολύμορφη ένωση» — ένωση που εμφανίζεται σε περισσότερες από μία διαφορετικές μορφές, όπως είναι λ.χ. το διοξείδιο του πυριτίου, το οποίο απαντά στις μορφές χαλαζία, τριδυμίτη και χριστοβαλτίτη
β) «πολύμορφη συνάρτηση»
μαθ. συνάρτηση που μπορεί να λάβει περισσότερες τιμές για την ίδια τιμή της ανεξάρτητης μεταβλητής της
γ) «πολύμορφο παραλήρημα»
ιατρ. παραλήρημα στο οποίο παρατηρείται εναλλαγή διαφόρων μορφών παραληρητικών ιδεών, όπως είναι λ.χ. οι υποχονδριακές, οι μεγαλομανιακές κ.ά.
αρχ.
1. ο ευμετάβολος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολύμορφον
το σφηνοειδές οστό.
επίρρ...
πολυμόρφως Α
με πολυμορφία, με πολλές μορφές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -μορφος (< μορφή), πρβλ. εύ-μορφος, ποικιλό-μορφος].
Russian (Dvoretsky)
πολύμορφος: многообразный, разнообразный (θηρία Arst.; κακόν Luc.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύμορφος -ον [πολύς, μορφή] veelvormig; van pers. die veel vormen aanneemt (Zeus).