ἀάατος: Difference between revisions

From LSJ

εἶταγνώμων μοί πως ἀνίσταται → then my tool suddenly stood up

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 4: Line 4:
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''ἀάατος''': {aáatos}<br />'''Meaning''': ep. Wort unsicherer Bedeutung: [[νυν]] μοι ὄμοσσον ἀ. Στυγὸς [[ὕδωρ]] Ξ 271 ([[unverletzlich]]?), [[ἄεθλος]] ἀ. φ 91, χ 5 ([[untrüglich]]?), [[κάρτος]] ἀ. A. R. 2, 77 ([[unüberwindlich]]?).<br />'''Etymology''' : Schon wegen der unklaren Bed. ist die Herkunft nicht sicher zu ermitteln. Gewöhnlich zu [[ἄτη]] gezogen; s. d. und [[ἀάω]]. Vgl. ἀάβακτοι· ἀβλαβεῖς H.?<br />'''Page''' 1,2
|ftr='''ἀάατος''': {aáatos}<br />'''Meaning''': ep. Wort unsicherer Bedeutung: [[νυν]] μοι ὄμοσσον ἀ. Στυγὸς [[ὕδωρ]] Ξ 271 ([[unverletzlich]]?), [[ἄεθλος]] ἀ. φ 91, χ 5 ([[untrüglich]]?), [[κάρτος]] ἀ. A. R. 2, 77 ([[unüberwindlich]]?).<br />'''Etymology''' : Schon wegen der unklaren Bed. ist die Herkunft nicht sicher zu ermitteln. Gewöhnlich zu [[ἄτη]] gezogen; s. d. und [[ἀάω]]. Vgl. ἀάβακτοι· ἀβλαβεῖς H.?<br />'''Page''' 1,2
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀάατος]], ἀάατον (Α)<br />[[συνήθως]] ερμηνεύεται: 1. [[απαράβλαπτος]], [[απαραβίαστος]]<br /><b>2.</b> [[άψογος]], [[καθαρός]], [[αποφασιστικός]]<br /><b>3.</b> [[αήττητος]], [[ακαταμάχητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ., πιθ. συνδέεται με το <i>ἀάω</i> και το <i>ἄτη</i>, πρβλ. [[ἀάβακτοι]] του <b>Ησύχ.</b> (= αβλαβείς), ή με το <i>ἄω</i> (= [[χορταίνω]]), απρμφ. αόρ. [[ἆσαι]], [[οπότε]] [[ἀάατος]] = [[ἄατος]].
}}
}}

Revision as of 13:02, 2 October 2019

English (Autenrieth)

(ἀϝάω): of doubtful meaning. —(1) inviolable (if α privative), νυν μοι ὄμοσσον ἀάᾶτον Στυγὸς ὕδωρ, Il. 14.271; cf. Στυγὸς ὕδωρ, ὅς τε μέγιστος | ὅρκος δεινότατός τε πέλει μακάρεσσι θεοῖσιν, Il. 15.37 f.—(2) baleful (if α copulative), or mad, of the suitors' contest with the bow, Od. 21.81 (echoed by Odysseus, Od. 22.5). —Signif. (2) may be assumed in Ξ instead of (1), representing the Styx as baleful to him who swears falsely in its name.

Frisk Etymology German

ἀάατος: {aáatos}
Meaning: ep. Wort unsicherer Bedeutung: νυν μοι ὄμοσσον ἀ. Στυγὸς ὕδωρ Ξ 271 (unverletzlich?), ἄεθλος ἀ. φ 91, χ 5 (untrüglich?), κάρτος ἀ. A. R. 2, 77 (unüberwindlich?).
Etymology : Schon wegen der unklaren Bed. ist die Herkunft nicht sicher zu ermitteln. Gewöhnlich zu ἄτη gezogen; s. d. und ἀάω. Vgl. ἀάβακτοι· ἀβλαβεῖς H.?
Page 1,2

Greek Monolingual

ἀάατος, ἀάατον (Α)
συνήθως ερμηνεύεται: 1. απαράβλαπτος, απαραβίαστος
2. άψογος, καθαρός, αποφασιστικός
3. αήττητος, ακαταμάχητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ., πιθ. συνδέεται με το ἀάω και το ἄτη, πρβλ. ἀάβακτοι του Ησύχ. (= αβλαβείς), ή με το ἄω (= χορταίνω), απρμφ. αόρ. ἆσαι, οπότε ἀάατος = ἄατος.