στάχυς: Difference between revisions
Τὰ θνητὰ πάντα μεταβολὰς πολλὰς ἔχει → Mortalium res plurimas capiunt vices → Was sterblich ist, kennt alles viele Umschwünge
m (Text replacement - "<b class="b3">, ὁ</b>" to ", ὁ") |
(2b) |
||
Line 48: | Line 48: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">1.</b> an ear of [[corn]], Lat. [[spica]], Il., Hes., etc.:—metaph., στ. ἄτης Aesch.; of the Theban Σπαρτοί, Eur.<br /><b class="num">2.</b> [[generally]], a [[scion]], [[child]], [[progeny]], Anth. | |mdlsjtxt=<br /><b class="num">1.</b> an ear of [[corn]], Lat. [[spica]], Il., Hes., etc.:—metaph., στ. ἄτης Aesch.; of the Theban Σπαρτοί, Eur.<br /><b class="num">2.</b> [[generally]], a [[scion]], [[child]], [[progeny]], Anth. | ||
}} | |||
{{FriskDe | |||
|ftr='''στάχυς''': -υος<br />{stákhus}<br />'''Forms''': (-υς E. ''HF'' 5, -υν Kall., A. R.)<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': [[Ähre]], [[Kornähre]] (seit Ψ 598), übertr. [[Sprößling]] (poet.), als Pflanzenname (Dsk. u. a.), [[chirurgischer Verband]] (Mediz.) u. a.<br />'''Composita''' : Kompp., z.B. [[σταχυοβολέω]] [[Ähren treiben]] (Thphr.), [[πολύσταχυς]] [[reich an Ähren]] (Theok., Str.). Abl. [[σταχυηρός]] [[Ähren tragend]] (Thphr.), -ώδης [[ährenartig]], [[voll Ähren]] (Thphr., Nonn.), -ινος [[aus Ähren]] (Olympia), -ῖτις f. (-ίτης m.) Pfl. name (Ps.-Dsk.; Redard 77), -όομαι [[sich zu einer Ähre entwickeln]] (Dsk.).<br />'''Etymology''' : Ohne sichere Etymologie. Seit Fick (1, 569; 3, 481) mit einem german. Verb. für [[stechen]] in awno. ''stinga'', ags. ''stingan'' verbunden, wozu noch einige Nomina, z.B. ahd. ''stanga'' f. [[Stock]], [[Pfahl]], [[Stange]], mhd. ''stunge'' [[Stachel]]; hierher auch eine reich entwickelte balt. Wortgruppe, u. a. lit. ''stangùs'' [[steif]], [[starr]], ''stangà'' f. [[Anstrengung]], ''stìngti'' [[fest]], [[starr]], [[steif werden]]; idg. ''stengh''- (Schwundstufe ''stn̥gh''- in [[στάχυς]], mhd. ''stunge'', lit. ''stìngti''). Weitere Formen m. Lit. bei WP. 2, 622 f., Pok. 1014 f., Fraenkel s. ''stangà''. Zur Nebenform [[ἄσταχυς]] s. d. und Kretschmer Glotta 21, 89 (ἀ- kleinasiatisch?). — Vgl. [[στόνυξ]] und [[στόχος]].<br />'''Page''' 2,779 | |||
}} | }} |
Revision as of 14:10, 2 October 2019
English (LSJ)
[στᾰχῡς E.HF5, but στᾰχῠν Call.Dian.130, A.R.1.688], υος, ὁ: pl.
A στάχυες IG12.280.78,22.1424a333, etc.; Ep. dat. σταχύεσσιν Il.23.598; acc. στάχῡς Ar.Eq.393, OGI56.68 (Canopus, iii B.C.), but στάχυας LXX Ge.41.7, etc:—ear of corn, in pl., Il.l.c., Hes.Op.473, Ev.Matt.12.1, etc.; τοὺς ὑπερέχοντας τῶν σ. Arist.Pol.1284a30: in sg., A.Supp.761, Fr.304.7, S.Fr.395, and freq in E., Hec.593, al.: metaph., σ. ἄτης A.Pers.821; ἐκ καλάμης . . στάχυες, of Bacchylides' poems, AP4.1.34 (Mel.):—of the Theban Σπαρτοί, E.Ph.939, HF5, Ba.264; of the crop reaped by Cleon in capturing the Spartans at Sphacteria, Ar.Eq.393; βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον σ. E.Fr.757.6. 2 generally, scion, progeny, σ. ἄρσην Id.Fr.360.22, cf. Lyc.214; δισσὸν Βορέον σ. Orph.A.218; τέκνων Man.6.304; Ἰνδῶν Nonn.D.18.267; Ἑλλάδος ἀμώων ἄγαμον σ. AP9.362.25. 3 name of the chief star in the constellation Virgo, Spica Virginis, Arat.97, Ptol.Alm.7.5: in pl., Man. 2.134. II lower part of the abdomen, Heliod. ap. Orib.50.26 tit., Poll.2.168, cf. Eust.194.4, 410.17. III base horehound, Stachys germanica, Dsc.3.106, Plin.HN24.136. IV νάρδου στάχυς,= ναρδόσταχυς, Gp.7.13.1; ὁ τῆς νάρδου σ. Gal.6.267. V surgical bandage, 'spica' bandage, Heliod. ap. Orib.48.46 tit., Gal.18(1).814. VI παρὰ τοῖς ναυπηγοῖς τὸ ἐπὶ τῆς φάλαγγος μεριζόμενον, Hsch. VII = Heb. shibboleth, LXX Jd.12.6.
German (Pape)
[Seite 931] υος, ὁ, die Aehre, Kornähre; περὶ σταχύεσσιν ἐέρση, Il. 23, 598; Hes. O. 475; auch die Aehre anderer Pflanzen, βύβλου δὲ καρπὸς οὐ κρατεῖ στάχυν, Aesch. Suppl. 742; λειμῶνος ἠρινοῦ στάχυν, Eur. Suppl. 448; τοὺς στάχυς, Ar. Equ. 392. – Uebertr., wie Frucht, ὕβρις γὰρ ἐξανθοῦσ' ἐκάρπ ωσε στάχυν ἄτης, Aesch. Pers. 807; u. bei Eur. χρυσοπήληκα στάχυν Σπαρτῶν, Phoen. 946; auch Sprößling, Sohn, trg. Erechth. 22 bei Lycurg. 24; vgl. Artemidor. 5, 63. 84. – Bei Poll. 2, 168 der Theil des Leides unter dem Bauche. – Bei Hesych. ein Wort der Schiffbauer, τὸ ἐπὶ τῆς φάλαγγος μεριζόμενον.
Greek (Liddell-Scott)
στάχυς: [στᾰχῡς Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 5], -υος, ὁ· πληθ., Ἐπικ. δοτ. σταχύεσσι Ἰλ. Ψ. 598· αἰτ. στάχῡς Ἀριστοφ. Ἱππ. 393· - στάχυς σίτου, Λατ. spica, ἐν τῷ πληθ., Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 471, κτλ.· τοὺς ὑπερέχοντας τῶν στ. Ἀριστ. Προβλ. 3. 13, 17· ἐν τῷ ἑνικῷ, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 761, Ἀποσπ. 304, 305, Σοφ. Ἀποσπ. 462b, καὶ συχν. παρ’ Εὐρ· - μεταφορ., στ. ἄτης Αἰσχύλ. Πέρσ. 821· ἐκ καλάμης .. στάχυες, ἐπὶ τῶν ποιημάτων τοῦ Βακχυλίδου, Ἀνθ. Π. 4. 1, 34· - παρ’ Εὐρ., ἐπὶ τῶν Θηβαίων Σπαρτῶν, Φοίν. 939, Ἡρ. Μαιν. 5, Βάκχ. 264· καὶ ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 393, ἐπὶ τοῦ θερισμοῦ τοῦ Κλέωνος συλλαβόντος τοὺς Σπαρτιάτας ἐν Σφακτηρίᾳ. 2) καθόλου, τέκνον, βλαστός, ἔκγονον, στ. ἄρσην Εὐρ. Ἀποσπ. 362. 22, πρβλ. Λυκόφρ. 214· δισσὸν Βορέου στ. Ὀρφ. Ἀργ. 216· τέκνων Μανέθων 6. 304· ἀνδρῶν Νόνν. Δ. 18. 267· Ἑλλάδος ἀμώων ἄγαμον στ. Ἀνθ. Π. 9. 362. 3) ὄνομα ἀστέρος ἐν τῷ ἀστερισμῷ τῆς Παρθένου, spica Virginis, Ἄρατ. 97· ἐν τῷ πληθ., Μανέθων 2. 134. ΙΙ. τὸ κατώτατον μέρος τοῦ ὑπογαστρίου, Λατ. pubes, Πολυδ. Β΄, 168, Εὐστ. 194. 4. ΙΙΙ. τὸ φυτὸν stachys, Διοσκ. 3. 120, Πλίν. 24. 86. IV. νάρδου στάχυ = στάχος, Γεωπ. 7. 13, 1. V. χειρουργικός τις ἐπίδεσμος, ὃν περιγράφει ὁ Ὀρειβάσ. 106 Mai., Ἡσύχ. Ἡ √ΣΤΑΧ προῆλθεν ἴσως κατ’ ἐπέκτασιν ἐκ τῆς √ΣΤΑ, ἵστημι· ὁ δὲ τύπος ἄσταχυς ἔχει προτεταγμένον τὸ εὐφων. α). - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 121.
French (Bailly abrégé)
υος (ὁ) :
épi, particul. épi de blé ; fig. fruit, rejeton.
Étymologie: cf. ἵστημι.
English (Autenrieth)
υος: ear of grain, pl., Il. 23.598†.
Spanish
English (Strong)
from the base of ἵστημι; a head of grain (as standing out from the stalk): ear (of corn).
English (Thayer)
σταχυνος (cf. Buttmann, 14), ὁ (connected with the root, sta, ἵστημι; Curtius, p. 721), from Homer down, the Sept. for שִׁבֹּלֶת, an ear of corn (or growing grain): Luke 6:1.
Σταχυος, ὁ (cf. the preceding word), Stachys, the name of a man (cf. Lightfoot on Philippians , p. 174): Romans 16:9.
Greek Monolingual
-υος, ο, ΝΜΑ
1. το στάχυ
2. αστρον. ονομασία του αστέρα α του αστερισμού της Παρθένου που είναι ο 16ος σε σειρά λαμπρότητας αστέρας ολόκληρης της ουράνιας σφαίρας
3. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών το οποίο, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια χειλανθή ή λαμιίδες
νεοελλ.
1. ανθοταξία που αποτελείται από άνθη ερμαφρόδιτα, φυόμενα σε κοινό άξονα
2. φρ. α) «στάχυς απλός» — στάχυ στο οποίο τα άνθη προσφύονται κατευθείαν στον άξονα
β) «στάχυς σύνθετος» — στάχυ που αποτελείται από σταχύδια, τα οποία προσφύονται σε κοινό άξονα
μσν.-αρχ.
1. ο βλαστός, το παιδί κάποιου (α. «εἰ δ' ἦν ἐν οἴκοις ἀντὶ θηλειῶν στάχυς ἄρσην», Ευρ.
β. «στάχυν ἡ βλαστήσασα τὸν θεῑον», Ακολ. Ακάθ. Ύμν.)
2. το κατώτερο μέρος του υπογαστρίου
3. φρ. «νάρδου στάχυς» — ναρδόσταχυς
αρχ.
1. μτφ. το αποτέλεσμα, οι καρποί μιας προσπάθειας ή μιας ενέργειας
2. ονομασία χειρουργικού επιδέσμου
3. (κατά τον Ησύχ.) «παρὰ τοῑς ναυπηγοῑς τὸ ἐπὶ της φάλαγγος μεριζόμενον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η αρχ. λ. στάχυς, -υος ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας stengh- «είμαι οξύς, μυτερός, κεντώ, τρυπώ» (πρβλ. αρχ. νορβ. stinga «κεντώ», αγγλοσαξ. stingan) και συνδέεται με τα: αρχ. άνω γερμ. stanga «καμάκι, πάσσαλος, παλούκι», μσν. άνω γερμ. stunge «αγκάθι», λιθουαν. stangus «απότομος, άκαμπτος, αλύγιστος» (βλ. και λ. στόχος)].
Greek Monotonic
στάχῡς: [ᾰ], -υος, ὁ, Επικ. δοτ. πληθ. σταχύεσσι· Αττ. αιτ. στάχῡς·
1. στάχυ σιταριού, Λατ. spica, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ. κ.λπ.· μεταφ., στάχυς ἄτης, σε Αισχύλ.· λέγεται για τους Σπαρτούς (Σπαρτοί) της Θήβας, σε Ευρ.
2. γενικά, νεοσσός, τέκνο, απόγονοι, σε Ανθ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στάχυς -υος, ὁ, acc. στάχυν, nom. plur. στάχυες, dat. σταχύεσσιν Il. 23.598, acc. στάχυς en στάχυας, korenaar:; ἀφαιρεῖν τοὺς ὑπερέχοντας τῶν σταχύων de uitstekende korenaren afplukken Aristot. Pol. 1284a30; overdr.. τοὺς στάχυς οὓς ἐκεῖθεν ἤγαγεν de korenaren die hij vandaar meegenomen heeft (van de Spartaanse krijgsgevangenen uit Pylos) Aristoph. Eq. 393.
Russian (Dvoretsky)
στάχυς: υος ὁ (ᾰ; в двусложных падежах обычно ῡ, в трехсложных - ῠ; эп. dat. pl. σταχύεσσι)
1) колос Hom., Hes., Aesch., Soph. etc.;
2) перен. плод, отпрыск (σ. ἄτης Aesch.): ἐκ καλάμης Βακχυλίδεω στάχυες Anth. произведения вакхилидова пера; σπαρτῶν σ. Eur. урожай, выросший из посеянных (зубов дракона), т. е. фиванцы.
Frisk Etymological English
-υος
Grammatical information: m.
Meaning: ear (of corn) (Ψ 598), metaph. offshoot (poet.), as plantname (Dsc. a. o.), surgical bandage (medic.) a. o.
Other forms: (-υς E. HF 5, -υν Call., A. R.). See below.
Compounds: Compp., e.g. σταχυο-βολέω to put forth ears (Thphr.), πολύ-σταχυς rich of ears (Theoc., Str.).
Derivatives: σταχυ-ηρός bearing ears (Thphr.), -ώδης ear-like, full of ears (Thphr., Nonn.), -ινος of ears (Olympia), -ῖτις f. (-ίτης m.) plantname (Ps.-Dsc.; Redard 77), -όομαι to develop into an ear (Dsc.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (V)
Etymology: No etymology. Since Fick (1, 569; 3, 481) connected with a German. verb. for sting in OWNo. stinga, OE stingan, to which belong a few nouns, e.g. OHG stanga f. stick, pole, bar, MHG stunge prickle; here also a richly developed Balt. group of words, a. o. Lith. stangùs stiff, fixed, stangà f. effort, stìngti get fixed, stiff; IE *stengh- (zero grade stn̥gh- in στάχυς, MHG stunge, Lith. stìngti). Further forms w. lit. in WP. 2, 622 f., Pok. 1014 f., Fraenkel s. stangà. On the variant ἄσταχυς s. v. and Kretschmer Glotta 21, 89 (ἀ- Anatolian?). -- Cf. στόνυξ and στόχος. - The variant shows that the word is Pre-Greek (Furnée 373).
Middle Liddell
1. an ear of corn, Lat. spica, Il., Hes., etc.:—metaph., στ. ἄτης Aesch.; of the Theban Σπαρτοί, Eur.
2. generally, a scion, child, progeny, Anth.
Frisk Etymology German
στάχυς: -υος
{stákhus}
Forms: (-υς E. HF 5, -υν Kall., A. R.)
Grammar: m.
Meaning: Ähre, Kornähre (seit Ψ 598), übertr. Sprößling (poet.), als Pflanzenname (Dsk. u. a.), chirurgischer Verband (Mediz.) u. a.
Composita : Kompp., z.B. σταχυοβολέω Ähren treiben (Thphr.), πολύσταχυς reich an Ähren (Theok., Str.). Abl. σταχυηρός Ähren tragend (Thphr.), -ώδης ährenartig, voll Ähren (Thphr., Nonn.), -ινος aus Ähren (Olympia), -ῖτις f. (-ίτης m.) Pfl. name (Ps.-Dsk.; Redard 77), -όομαι sich zu einer Ähre entwickeln (Dsk.).
Etymology : Ohne sichere Etymologie. Seit Fick (1, 569; 3, 481) mit einem german. Verb. für stechen in awno. stinga, ags. stingan verbunden, wozu noch einige Nomina, z.B. ahd. stanga f. Stock, Pfahl, Stange, mhd. stunge Stachel; hierher auch eine reich entwickelte balt. Wortgruppe, u. a. lit. stangùs steif, starr, stangà f. Anstrengung, stìngti fest, starr, steif werden; idg. stengh- (Schwundstufe stn̥gh- in στάχυς, mhd. stunge, lit. stìngti). Weitere Formen m. Lit. bei WP. 2, 622 f., Pok. 1014 f., Fraenkel s. stangà. Zur Nebenform ἄσταχυς s. d. und Kretschmer Glotta 21, 89 (ἀ- kleinasiatisch?). — Vgl. στόνυξ und στόχος.
Page 2,779