φαῦσιγξ: Difference between revisions

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source
(4b)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{elru
{{elru
|elrutext='''φαῦσιγξ:''' ιγγος ἡ волдырь Arph.
|elrutext='''φαῦσιγξ:''' ιγγος ἡ волдырь Arph.
}}
{{FriskDe
|ftr='''φαῦσιγξ''': {phaũsigks}<br />'''Forms''': auch [[φαῦστιγξ]], pl. -ιγγες<br />'''Grammar''': f.<br />'''Meaning''': [[Brandblase]], [[Blase]] (Ar. ''Fr''. 883, Hp. ap. Gal. 19, 150, Poll. 7, 110, ''EM''789, 52, H.).<br />'''Composita''' : Keine Kompp. od. Ableitungen.<br />'''Etymology''' : Bildung wie μῆνιξ, [[στρόφιγξ]] usw., an [[φῦσα]] (s.d.) erinnernd und von φαύζει· φρύγει H. nicht zu trennen, aber im Einzelnen unklar. Die routinemäßige Ansetzung eines Ablauts ''əu'' : ''ū'' (wozu noch ''ōu̯'' in [[φωΐδες]], s.d.) löst kein Rätsel.<br />'''Page''' 2,998
}}
}}

Revision as of 15:50, 2 October 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φαῦσιγξ Medium diacritics: φαῦσιγξ Low diacritics: φαύσιγξ Capitals: ΦΑΥΣΙΓΞ
Transliteration A: phaûsinx Transliteration B: phausinx Transliteration C: faysigks Beta Code: fau=sigc

English (LSJ)

ιγγος, ἡ, (φαύζω)

   A blister from burning, also any blister or pustule, Ar.Fr.883 (pl., φαύστιγγες Phot.), Hp. ap. Gal.19.150, Poll. 7.110.

German (Pape)

[Seite 1259] ιγγος, ἡ, Brandblase, Blase vom Verbrennen, übh. jede Blase, Blatter auf der Haut, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

φαῦσιγξ: -ιγγος, ἡ, (φαύζω) φλύκταινα κυρίως ἐπὶ τῶν σκελῶν καὶ κνημῶν προξενουμένη ἐκ πυρός, καθόλου δὲ φλύκταινα, Λατ. pustula, papula, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 699· πρβλ. Foës. Oec. Hipp., ἴδε Γαλην. Ἱπποκρ. Γλωσσ. Ἐξήγ. σ. 586, Πολυδ. Ζϳ, 110, Ἡσύχ. ἐν λέξ. κλπ.

Greek Monolingual

-αύσιγγος, και φαύστιξ, -ιγγος, ἡ, Α
1. φουσκάλα από έγκαυμα και, γενικά, κάθε είδους φλύκταινα ή εξόγκωμα του δέρματος
2. (κατά τον Ησύχ.) «φαύσιγγες, αἱ ἐν ταῑς πτέρναις γινόμεναι ῥαγάδες».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. λ., η οποία πρέπει να συνδεθεί με έναν ρηματ. τ. που παραδίδει ο Ησύχ. φαύζω
φρύγω και έχει σχηματιστεί με επίθημα -ιγξ, -ιγγος (πρβλ. εἶλ-ιγξ, στρόφ-ιγξ), πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου θηλ. ουσ. φαυ-τι-ς —παραγώγου του ρ.— με σημ. «κάψιμο» (πρβλ. κύστ-ις: κύστ-ίγξ, στρόφ-ις: στρόφ-ιγξ) με συριστικοποίηση του -τ- προ του -ι-. Η σύνδεση τών τ. φαῦσιγξ, φαύζω με τις λ. φῦσα, φῦσιγξ καθώς και με τις λ. φωΐδες, φώγω δεν θεωρείται πιθανή. Παρλλ., τέλος, προς τον τ. φαῦσιγξ απαντά και τ. πληθ. φαύστιγγες, ο οποίος σχηματίστηκε πιθ. αναλογικά προς το κύστιγξ.

Russian (Dvoretsky)

φαῦσιγξ: ιγγος ἡ волдырь Arph.

Frisk Etymology German

φαῦσιγξ: {phaũsigks}
Forms: auch φαῦστιγξ, pl. -ιγγες
Grammar: f.
Meaning: Brandblase, Blase (Ar. Fr. 883, Hp. ap. Gal. 19, 150, Poll. 7, 110, EM789, 52, H.).
Composita : Keine Kompp. od. Ableitungen.
Etymology : Bildung wie μῆνιξ, στρόφιγξ usw., an φῦσα (s.d.) erinnernd und von φαύζει· φρύγει H. nicht zu trennen, aber im Einzelnen unklar. Die routinemäßige Ansetzung eines Ablauts əu : ū (wozu noch ōu̯ in φωΐδες, s.d.) löst kein Rätsel.
Page 2,998