βοηθός: Difference between revisions

From LSJ

ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop

Source
(nl)
(c1)
Line 28: Line 28:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=[[βοηθός]] -όν [[βοηθέω]] helpend; subst. helper, assistent.
|elnltext=[[βοηθός]] -όν [[βοηθέω]] helpend; subst. helper, assistent.
}}
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':bohqÒj 波誒-拖士<p>'''詞類次數''':形容詞 名詞(1)<p>'''原文字根''':懇求(者)<p>'''字義溯源''':援助者,幫助;由([[βοή]])=大喊)與([[Θευδᾶς]])X*=跑,進行)組成,而 ([[βοή]])出自 ([[βοάω]])*=喊叫。<p/>'''同義字''':1) ([[βοηθός]])援助者 2) ([[διάκονος]])侍者 3) ([[θεράπων]])僕人 4) ([[λειτουργός]])公僕 5) ([[συνεργός]])同工 6) ([[ὑπηρέτης]])差役<p/>'''出現次數''':總共(1);來(1)<p/>'''譯字彙編''':<p>1) 是幫助(1) 來13:6
}}
}}

Revision as of 20:15, 2 October 2019

German (Pape)

[Seite 451] όν, = vor., helfend, beistehend, Her. 5. 77; νῆες 5, 97; Thuc. 1, 45; subst., der Helfer, τινί Antiph. 1, 2; Xen. Cyr. 5, 3, 19 u. Folgde.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui vient au secours de ; ὁ βοηθός auxiliaire de, défenseur de, τινι.
Étymologie: cf. βοηθόος.

English (Abbott-Smith)

βοηθός, -ον (v.s. βοηθέω), [in LXX chiefly for עזר;]
1.(poët. -όος), hasting to the war-cry (Hom.).
2.helping, auxiliary; as subst. (Hdt.), a helper: He 13:6 (LXX).†

English (Strong)

from βοή and theo (to run); a succorer: helper.

English (Thayer)

βοηθόν, helping (νεης, Herodotus 5,97; στήριγμα, Herodotus down) a helper: Sept.).

Greek Monolingual

ο, η (AM βοηθός)
εκείνος που προσφέρει βοήθεια, αρωγός
μσν.- νεοελλ.
προστάτης
νεοελλ.
1. ο συνεργάτης ο συμπαραστάτης
2. ο εργαζόμενος υπό την εποπτεία ή διεύθυνση προϊσταμένου
3. ο μαθητευόμενος σε κάποια τέχνη
4. τίτλος επιστήμονα που εργάζεται σε ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα ή ερευνητικό κέντρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βοηθώ με υποχωρητικό σχηματισμό ή βοηθός < βοηθοFος (βoFāθoF) με συναίρεση].

Greek Monotonic

βοηθός: -όν, συντετμ. τύπος του βοη-θόος, βοηθητικός, ενισχυτικός, επικουρικός, σε Θουκ.· και ως ουσ., βοηθός, αρωγός, σε Ηρόδ., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

βοηθός: II ὁ помощник, заступник, защитник Xen., Arst., Plut., Anth.
идущий или приходящий на помощь (νῆες Her. и ναῦς Thuc.).

Middle Liddell

[shortened form of βοηθόος
assisting, auxiliary, Thuc.; and as Subst. an assistant, Hdt., Plat.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βοηθός -όν βοηθέω helpend; subst. helper, assistent.

Chinese

原文音譯:bohqÒj 波誒-拖士

詞類次數:形容詞 名詞(1)

原文字根:懇求(者)

字義溯源:援助者,幫助;由(βοή)=大喊)與(Θευδᾶς)X*=跑,進行)組成,而 (βοή)出自 (βοάω)*=喊叫。

同義字:1) (βοηθός)援助者 2) (διάκονος)侍者 3) (θεράπων)僕人 4) (λειτουργός)公僕 5) (συνεργός)同工 6) (ὑπηρέτης)差役

出現次數:總共(1);來(1)

譯字彙編

1) 是幫助(1) 來13:6