καταδιώκω: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
(1ab) |
(c1) |
||
Line 39: | Line 39: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=fut. ξω or ξομαι<br />to [[pursue]] [[closely]], Thuc. | |mdlsjtxt=fut. ξω or ξομαι<br />to [[pursue]] [[closely]], Thuc. | ||
}} | |||
{{Chinese | |||
|sngr='''原文音譯''':katadièkw 卡他-笛哦可<p>'''詞類次數''':動詞(1)<p>'''原文字根''':向下-追<p>'''字義溯源''':追捕,搜索,尋找,追去;由([[κατά]] / [[καθεῖς]] / [[καθημέραν]] / [[κατακύπτω]])*=下,按照)與([[διώκω]])=追求)組成;而 ([[διώκω]])出自([[δίψυχος]])X*=逃走)<p/>'''出現次數''':總共(1);可(1)<p/>'''譯字彙編''':<p>1) 追了⋯去(1) 可1:36 | |||
}} | }} |
Revision as of 20:40, 2 October 2019
English (LSJ)
A follow hard upon, pursue closely, Th.1.49, 2.84, LXX Ps.17(18).38, PCair.Zen.439 (Pass., iii B. C.), Phld.Ir.p.29 W., etc.: metaph., try to gain, Plb.6.42.1. 2 search for, τινα Ev.Marc.1.36. 3 overdrive cattle, LXXGe.33.13.
German (Pape)
[Seite 1346] (s. διώκω), verfolgen, Thuc. 2, 84; bis an ein Ziel, εἰς τὴν θάλασσαν Xen. Hell. 1, 2, 9; Arist. H. A. 9, 36 u. S0., wie Plut. Alcib. 29; – übertr., τὴν εὐχέρειαν Pol. 6, 42, 1.
Greek (Liddell-Scott)
καταδιώκω: μέλλ. -ξω ἢ -ξομαι, τρέχω κατόπιν τινὸς ὅπως συλλάβω αὐτόν, καταδιώκω, Θουκ. 1. 49., 3. 84, κτλ.· ― μεταφ., ἐπιδιώκω, Πολύβ. 6. 42, 1.
French (Bailly abrégé)
poursuivre, serrer de près.
Étymologie: κατά, διώκω.
English (Strong)
from κατά and διώκω; to hunt down, i.e. search for: follow after.
English (Thayer)
1st aorist κατεδιωξα; the Sept. often for רָדַף; to follow after, follow up (especially of enemies (Thucydides, et al.)); in a good sense, of those in search of anyone: τινα, τό ἔλεος σου καταδιώξεται με, οὐ κατεδίωξαν μεθ' ἡμῶν, ὀπίσω τίνος, to follow after one in order to gain his favor, Sirach 27:17.)
Greek Monolingual
(AM καταδιώκω, Μ και καταδιώχνω)
κυνηγώ κάποιον για να τον συλλάβω ή να τον σκοτώσω, διώκω κάποιον επίμονα
νεοελλ.
1. ακολουθώ κατά πόδας κινούμενο άψυχο ή ζωντανό στόχο για να τον καταστρέψω ή να τον αιχμαλωτίσω
2. επιδιώκω να βλάψω κάποιον, κατατρέχω («τον καταδιώκει ο επιθεωρητής»)
μσν.
διώχνω, απομακρύνω
αρχ.
1. επιδιώκω, προσπαθώ να κερδίσω
2. αναζητώ
3. εξαναγκάζω κάποιον να τρέξει, κάνω κάποιον να βιαστεί.
Greek Monotonic
καταδιώκω: μέλ. -ξω ή -ξομαι, καταδιώκω στενά, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
καταδιώκω:
1) преследовать (τινὰ ἐς τὴν ἤπειρον Thuc.; εἰς τὴν θάλασσαν Xen.);
2) добиваться, стремиться приобрести (τὴν εὐχέρειαν Polyb.);
3) следовать: κατεδίωξαν αὐτόν NT они последовали за ним.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-διώκω achtervolgen. op zoek gaan naar, met acc.: κατεδίωξεν αὐτὸν Σίμον Simon ging op zoek naar hem NT Marc. 1.36.
Middle Liddell
fut. ξω or ξομαι
to pursue closely, Thuc.
Chinese
原文音譯:katadièkw 卡他-笛哦可詞類次數:動詞(1)
原文字根:向下-追
字義溯源:追捕,搜索,尋找,追去;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(διώκω)=追求)組成;而 (διώκω)出自(δίψυχος)X*=逃走)
出現次數:總共(1);可(1)
譯字彙編:
1) 追了⋯去(1) 可1:36