προσηλόω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil

Source
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")
(c2)
Line 36: Line 36:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ώσω<br /><b class="num">I.</b> to [[nail]], pin, or fix to, τί τινι, τι πρός τι Plat.<br /><b class="num">II.</b> to [[nail]] up, τὰ [[παρασκήνια]] Dem.:—Pass. to be nailed to a [[plank]], Dem.
|mdlsjtxt=fut. ώσω<br /><b class="num">I.</b> to [[nail]], pin, or fix to, τί τινι, τι πρός τι Plat.<br /><b class="num">II.</b> to [[nail]] up, τὰ [[παρασκήνια]] Dem.:—Pass. to be nailed to a [[plank]], Dem.
}}
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':proshlÒw 普羅士-誒羅哦<p>'''詞類次數''':動詞(1)<p>'''原文字根''':向-釘<p>'''字義溯源''':釘牢於,以木釘釘牢,釘於⋯上,釘上;由([[πρός]])=向著)與([[ἧλος]])*=飾釘)組成;而 ([[πρός]])出自([[πρό]])*=前)<p/>'''出現次數''':總共(1);西(1)<p/>'''譯字彙編''':<p>1) 釘於⋯上(1) 西2:14
}}
}}

Revision as of 21:30, 2 October 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσηλόω Medium diacritics: προσηλόω Low diacritics: προσηλόω Capitals: ΠΡΟΣΗΛΟΩ
Transliteration A: prosēlóō Transliteration B: prosēloō Transliteration C: prosiloo Beta Code: proshlo/w

English (LSJ)

   A nail, rivet, fix to, [Ἰξίονα] τῷ τροχῷ E.ap.Plu.2.19e; σταυρῷ τινα J.BJ2.14.9, cf. Luc.Prom.2; ἐν δέλτῳ γεγραμμένα π. IG 12(2).35b19 (Mytilene): metaph., ψυχὴν πρὸς τὸ σῶμα Pl.Phd.83d, cf. Iamb.Myst.2.6: c. acc. pers., crucify, Plu.2.206a:—Pass., to be fastened by nails, IG22.1640.7, 14.759; of persons, = προσπασσαλεύω, D.21.105; τοῖς ζυγοῖς τῶν πλοίων προσηλωμένοι τοὺς τραχήλους LXX 3 Ma.4.9: metaph., Herod.Med. ap. Orib.Fr.106; of the soul, π. φθαρτικαῖς ὕλαις Ph.1.237; προσηλωθέντα, εἰ χρὴ φάναι, τῷ θεῷ Porph. Abst.1.57.    II nail up, τὰ παρασκήνια D.21.17:—Pass., τὸ ἐργαστήριον σανιδίοις προσηλοῦσθαι to be boarded up, SIG799.26 (Cyzicus, i A.D.).

German (Pape)

[Seite 764] annageln, übertr., woran befestigen, τὶ πρός τι, Plat. Phaed. 83 d; Καυκάσῳ προσηλωμένος, Luc. D. D. 1, 1 Prom. 2; – vernageln, Dem. 21, 17.

Greek (Liddell-Scott)

προσηλόω: καρφώνω τι εἴς τι, στερεώνω, τί τινι, τι πρός τι Πλάτ. Φαίδων 83D, Λουκ. Προμ. 2. ΙΙ. καρφώνω τι, τὰ παρασκήνια φράττων, προσηλῶν, καθηλῶν, καρφώνων, Δημ. 520. 19· ― Παθ., καρφώνομαι δι’ ἥλων, Συλλ. Ἐπιγρ. 159. 8., 5788. 21· ἐπὶ προσώπων, καρφώνομαι εἰς σανίδα, (πρβλ. προσπασσαλεύω), καὶ μονονοὺ προσηλῶσθαι Δημ. 449, 1· καὶ ἐν τοῖς Ρωμαϊκοῖς χρόνοις, σταυρώνομαι, καρφώνομαι ἐπὶ σταυροῦ, Φίλων 1. 237, 687, Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 8. 8. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «προσήλωσαν· προσέπηξαν· ἐσταύρωσαν», καὶ «προσήλωται· ἀνεσταύρωται».

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 fixer avec des clous, clouer : τί τινι clouer une ch. à une autre ; particul. crucifier;
2 fig. clouer à, attacher à, avec πρός et l’acc..
Étymologie: πρός, ἡλόω.

English (Strong)

from πρός and a derivative of ἧλος; to peg to, i.e. spike fast: nail to.

English (Thayer)

προσήλω: 1st aorist participle προσηλώσας; to fasten with nails to, nail to (cf. πρός, IV:4): τί τῷ σταυρῷ, Plato, Demosthenes, Polybius, Diodorus, Philo, Josephus, Plutarch, Lucian, others.)

Greek Monotonic

προσηλόω: μέλ. -ώσω,
I. καρφώνω, καρφιτσώνω, τί τινι, τι πρός τι, σε Πλάτ.
II. στερεώνω κάτι σφιχτά, τὰ παρασκήνια, σε Δημ. — Παθ., καρφώνομαι, στερεώνομαι με καρφιά, στον ίδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-ηλόω vastnagelen:; χρύσεα ἐν τῷ νηῷ π. gouden plaatjes vastnagelen in de tempel Luc. 44.60; overdr..; ἑκάστη ἡδονὴ καὶ λύπη... προσηλοῖ αὐτὴν πρὸς τὸ σῶμα elke vreugde of verdriet nagelt de ziel vast aan het lichaam Plat. Phaed. 83d; dichtspijkeren:. π. τὰ παρασκήνια de zij-ingangen dichtspijkeren Dem. 21.17.

Russian (Dvoretsky)

προσηλόω:
1) пригвождать, приколачивать (τι πρός τι Plat. и τί τινι Luc.);
2) сколачивать, сбивать (τὰ παρασκήνια Dem.);
3) распинать (τινας σταυροῖς Plut.).

Middle Liddell

fut. ώσω
I. to nail, pin, or fix to, τί τινι, τι πρός τι Plat.
II. to nail up, τὰ παρασκήνια Dem.:—Pass. to be nailed to a plank, Dem.

Chinese

原文音譯:proshlÒw 普羅士-誒羅哦

詞類次數:動詞(1)

原文字根:向-釘

字義溯源:釘牢於,以木釘釘牢,釘於⋯上,釘上;由(πρός)=向著)與(ἧλος)*=飾釘)組成;而 (πρός)出自(πρό)*=前)

出現次數:總共(1);西(1)

譯字彙編

1) 釘於⋯上(1) 西2:14