φάγος: Difference between revisions
Ἡ κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
(c2) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''φάγος:''' (ᾰ) ὁ любитель поесть, лакомка (φ. καὶ [[οἰνοπότης]] NT). | |elrutext='''φάγος:''' (ᾰ) ὁ любитель поесть, лакомка (φ. καὶ [[οἰνοπότης]] NT). | ||
}} | |||
{{Chinese | |||
|sngr='''原文音譯''':f£goj 法哥士<p>'''詞類次數''':名詞(2)<p>'''原文字根''':喫(者)<p>'''字義溯源''':貪食者,貪食,貪多者;源自([[ἐσθίω]])*=喫)<p/>'''出現次數''':總共(2);太(1);路(1)<p/>'''譯字彙編''':<p>1) 貪食(2) 太11:19; 路7:34 | |||
}} | }} |
Revision as of 21:50, 2 October 2019
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ,
A glutton, Ev.Matt. 11.19, Ev.Luc.7.34, Zen.1.73.
German (Pape)
[Seite 1249] ὁ, der Fresser, N. T.; auch φαγός, s. Lob. Phryn. p. 434.
Greek (Liddell-Scott)
φάγος: [ᾰ], ὡς καὶ νῦν, φαγᾶς, λαίμαργος, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιαϳ, 19, κ. Λουκ. ζϳ, 34. ― Κατὰ τὸν Ἀρκάδιον (47, 4) γραπτέον φαγός, ἀλλ’ ἴδε Chandler § 230, κλπ.
English (Strong)
from φάγω; a glutton: gluttonous.
English (Thayer)
φαγου, ὁ (φάγω), a voracious Prayer of Manasseh , a glutton (it is a substantive, and differs from φάγος the adjective; cf. φυγος, φειδος; see Fritzsche on Mark , p. 790ff, but cf. Lipsius, Gram. Untersuch., p. 28; Winer's Grammar, § 16,3c. α. (and § 6,1i.; especially Chandler § 230)): joined with οἰνοπότης, Luke 7:34.
Greek Monolingual
(I)
και φαγός, ὁ, Α
αδηφάγος, λαίμαργος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τ. σχηματισμένος κατ' αποκοπή από τα σύνθ. σε -φάγος].
(II)
ο, Ν
βιολ. ιός που προσβάλλει βακτήρια, γνωστός και ως βακτηριοφάγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phage].
Greek Monotonic
φάγος: [ᾰ], ὁ, λαίμαργος, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
φάγος: (ᾰ) ὁ любитель поесть, лакомка (φ. καὶ οἰνοπότης NT).
Chinese
原文音譯:f£goj 法哥士詞類次數:名詞(2)
原文字根:喫(者)
字義溯源:貪食者,貪食,貪多者;源自(ἐσθίω)*=喫)
出現次數:總共(2);太(1);路(1)
譯字彙編:
1) 貪食(2) 太11:19; 路7:34