καταβαρέω: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
(c1)
(cc1)
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=([[καταβαρύνω]]) equivalent to [[καταβαρέω]] ([[which]] [[see]]); [[present]] [[passive]] participle καταβαρυνόμενος, L T Tr WH; [[see]] [[βαρέω]]. (the Sept.; Theophrastus, et al.)  
|txtha=([[καταβαρύνω]]) equivalent to [[καταβαρέω]] ([[which]] [[see]]); [[present]] [[passive]] participle καταβαρυνόμενος, L T Tr WH; [[see]] [[βαρέω]]. (the Sept.; Theophrastus, et al.)
}}
}}
{{lsm
{{lsm
Line 38: Line 38:
}}
}}
{{Chinese
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':katabaršw 卡他-巴雷哦<p>'''詞類次數''':動詞(1)<p>'''原文字根''':(成為)向下-重<p>'''字義溯源''':打擾,拖累,累著;由([[κατά]] / [[καθεῖς]] / [[καθημέραν]] / [[κατακύπτω]])*=下,按照)與([[βαρέω]])=使負重荷)組成;其中 ([[βαρέω]])出自([[βαρύς]])=煩重的),而 ([[βαρύς]]) 出自([[βάρος]])*=重量)<p/>'''出現次數''':總共(1);林後(1)<p/>'''譯字彙編''':<p>1) 拖累過(1) 林後12:16
|sngr='''原文音譯''':katabaršw 卡他-巴雷哦<br />'''詞類次數''':動詞(1)<br />'''原文字根''':(成為)向下-重<br />'''字義溯源''':打擾,拖累,累著;由([[κατά]] / [[καθεῖς]] / [[καθημέραν]] / [[κατακύπτω]])*=下,按照)與([[βαρέω]])=使負重荷)組成;其中 ([[βαρέω]])出自([[βαρύς]])=煩重的),而 ([[βαρύς]]) 出自([[βάρος]])*=重量)<br />'''出現次數''':總共(1);林後(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 拖累過(1) 林後12:16
}}
}}

Revision as of 13:50, 3 October 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταβᾰρέω Medium diacritics: καταβαρέω Low diacritics: καταβαρέω Capitals: ΚΑΤΑΒΑΡΕΩ
Transliteration A: katabaréō Transliteration B: katabareō Transliteration C: katavareo Beta Code: katabare/w

English (LSJ)

   A weigh down, overload, v.l. for καταπονέω in Luc. DDeor.21.1: metaph., impose a burden on, τινας 2 Ep.Cor.12.16; κ. τὴν Ἰταλίαν ἐσφοραῖς App.BC5.67; ἀθληταὶ -βαροῦσι τοὺς τεχνίτας Plu.Cleom.27; τῶν -βαρούντων τὸ σῶμα καμάτων Ps.-Plu.Vit.Hom. 207:—Pass., to be overborne, crushed, καταβαρεῖσθαι τῇ μάχῃ Plb. 11.33.3; τοῖς ὅλοις Id.18.21.8; ὑπὸ τοῦ πάθους D.S.19.24; ἐν ταῖς λειτουργίαις POxy.487.10 (ii A.D.); also, to be outweighed, ὑπὸ τοῦ συμφέροντος Arr.Epict.2.22.18.

German (Pape)

[Seite 1339] durch Lasten niederdrücken, Luc. D. D. 21, 1; auch übertr., τῇ μάχῃ καταβαρεῖσθαι Pol. 11, 33, 3; ὑπὸ τοῦ πάθους D. Sic. 19, 24; N. T.

Greek (Liddell-Scott)

καταβᾰρέω: καταβαρύνω, καταβάλλω διὰ τοῦ βάρους μου, καταπονῶ, ὡς μὴ καταβαρήσειν αὐτὸν Λουκ. Θεῶν Διάλ. 21. 1 (ἔνθα διαφ. γρ. καταπονήσειν)· μεταφ., ἐπιβαρὺνω, καταφορτώνω, κ. τὴν Ἰταλίαν ἐσφοραῖς Ἀππ. Ἐμφ. 5. 67·- Παθ., καταβαρεῖσθαι ὑπὸ τῆς μάχης Πολύβ. 11. 33, 3· τοῖς ὅλοις 18. 4, 8· ὑπὸ τοῦ πάθους Διόδ. 19. 24.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
surcharger, accabler sous le poids.
Étymologie: κατά, βάρος.

English (Strong)

from κατά and βαρέω; to impose upon: burden.

English (Thayer)

(καταβαρύνω) equivalent to καταβαρέω (which see); present passive participle καταβαρυνόμενος, L T Tr WH; see βαρέω. (the Sept.; Theophrastus, et al.)

Greek Monotonic

καταβᾰρέω: μέλ. -ήσω, υπερφορτώνω, βαρυφορτώνω, παραφορτώνω, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

καταβαρέω:
1) перегружать, отягощать, обременять (τινα NT; Luc. - v. l. καταπονέω);
2) pass. быть удрученным, мучиться, страдать (τῇ μάχῃ или ὑπὸ τῆς μάχης Polyb.; ὑπὸ τοῦ πάθους Diod.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-βαρέω neerdrukken; overdr. tot last zijn:. οὐ καταβάρησα ὑμᾶς ik ben u niet tot last geweest NT 2 Cor. 12.16.

Middle Liddell

fut. ήσω
to weigh down, overload, Luc.

Chinese

原文音譯:katabaršw 卡他-巴雷哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:(成為)向下-重
字義溯源:打擾,拖累,累著;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(βαρέω)=使負重荷)組成;其中 (βαρέω)出自(βαρύς)=煩重的),而 (βαρύς) 出自(βάρος)*=重量)
出現次數:總共(1);林後(1)
譯字彙編
1) 拖累過(1) 林後12:16