σαλπίζω: Difference between revisions
ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty
(c2) |
(cc2) |
||
Line 44: | Line 44: | ||
}} | }} | ||
{{Chinese | {{Chinese | ||
|sngr='''原文音譯''':salp⋯zw 沙而披索< | |sngr='''原文音譯''':salp⋯zw 沙而披索<br />'''詞類次數''':動詞(12)<br />'''原文字根''':喇叭<br />'''字義溯源''':吹喇叭,吹號,吹,號筒要響;源自([[σάλπιγξ]])*=喇叭,號筒)<br />'''出現次數''':總共(12);太(1);林前(1);啓(10)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 吹號(10) 太6:2; 啓8:6; 啓8:7; 啓8:8; 啓8:10; 啓8:12; 啓9:1; 啓9:13; 啓10:7; 啓11:15;<br />2) 吹(1) 啓8:13;<br />3) 號筒要響(1) 林前15:52 | ||
}} | }} |
Revision as of 14:30, 3 October 2019
English (LSJ)
fut.
A -ιῶ LXX Nu.10.4: aor. ἐσάλπιγξα X.An.1.2.17, Archipp.19; Ep. σάλπιγξα (v. infr.):—later, fut. σαλπίσω 1 Ep.Cor.15.52: aor. ἐσάλπισα LXX Jo.6.13, Luc.Ocyp.114, Ath.4.130b, etc.:—Pass., pf. σεσάλπιγκται (περι-) Eudamidas ap. Stob.4.13.65:—σαλπίσσω is Tarentine, Eust.1654.24, An.Ox.1.62; σαλπίττω Att., ap. Phot., Luc.Jud.Voc.10, v.l. in Poll.4.86; σαλπίδδω Boeot., An.Ox.4.325:—sound the trumpet, σάλπιγξι ῥυθμοὺς σ. X.An.7.3.32: c. acc. cogn., σ. πολέμου κτύπον Batr.200; σ. ἀνακλητικόν AP11.136 (Lucill.); λιγὺν ἦχον Hedyl. ap. Ath.11.497d; τὸ . . δείπνου σημεῖον Ath.4.130b: abs., ὅταν ποιῇς ἐλεημοσύνην, μὴ σαλπίσῃς ἔμπροσθέν σου Ev.Matt.6.2: metaph., ἀμφὶ δὲ σάλπιγξεν μέγας οὐρανός heaven trumpeted around, Il.21.388: impers., ἐπεὶ ἐσάλπιγξε (sc. ὁ σαλπιγκτής) when the trumpet sounded, X.An.1.2.17, cf. 1 Ep.Cor.15.52. 2 c. acc., ἡμέραν σ. proclaim, announce day, of the cock, Luc.Ocyp.114.
German (Pape)
[Seite 860] fut. σαλπ ίγξω u. s. w., erst später auch σαλπίσω, trompeten, die Trompete blasen, ein Zeichen auf der Trompete geben; σάλπ ιγξιν σαλπίζοντες, Xen. An. 7, 3, 32, u. A.; auch absolut, ἐπεὶ ἐσάλπιγξε, wo man sich σαλπιγκτής ergänzt, etwa nachdem es geblasen hatte, 1, 2, 17; übertr. ἀμφὶ δὲ σάλπ ιγξε μέγας οὐρανός, rings trompetete der Himmel, vom Donner, als Zeichen zum Kampfe, Il. 21, 388; Luc. Ocyp. 114 vom Hahne, ἀλέκτωρ ἡμέ ραν ἐσάλπισεν, er kündigte durch sein Krähen
Greek (Liddell-Scott)
σαλπίζω: μέλλ. -ιῶ Ἑβδ. (Ἀριθμ. Ι΄, 4)· ἀόρ. ἐσάλπιγξα Ξεν. Ἀν. 1. 2, 17, Ἄρχιππος ἐν «Ἰχθύσιν» 11· Ἐπικ. σάλπιγξα Ἰλ.· - μεταγεν. μέλλ. σαλπίσω Α΄ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. ιε΄, 52· ἀόρ. ἐσάλπισα Λουκ. Ὠκύπ. 114, Ἑβδ., κλ. - Παθ., πρκμ. σεσάλπιγκται Εὐδαίμ. παρὰ Στοβ. 366. 54· σεσάλπισται (περι-) Πλούτ. 2. 192Β, 220Ε· - σαλπίσσω εἶναι τῶν Ταραντίνων, Εὐστ. 1654, Ἀνέκδ. Ὀξων. 1. 62· σαλπίττω, Ἀττ. παρὰ Φωτ. καὶ Λουκ. ἐν Δίκῃ Φωνηέντων 10· σαλπίδδω Βοιωτ., Ἀνέκδ. Ὀξων. 4. 325. Δίδω σημεῖον διὰ σάλπιγγος, σαλπίζω, ὡς καὶ νῦν, σάλπιγξι σαλπ. Ξεν. Ἀνάβ. 7. 3, 32· μετὰ συστοίχ. αἰτιατ., σαλπ. πολέμου κτύπον Βατραχομυομαχ. 203· ῥυθμοὺς Ξεν. Ἀν. 7. 3, 32· σαλπ. ἀνακλητικὸν Ἀνθ. Π. 11. 36· λιγὺν ἦχον αὐτόθι παράρτ. 30· τὸ … δείπνου σημεῖον Ἀθήν. 130Β· μεταφορ., ἀμφὶ σὲ σάλπιγξε μέγας οὐραμὸς, ὁ οὐρανὸς ἐσάλπιγξε …, ἐπὶ τῆς βροντῆς ἐκλαμβανομένης ἀντὶ σημείου πρὸς μάχην, Ἰλ. Φ. 388, πρβλ. Wern. εἰς Τρυφιόδ. (γραπτ. Τριφιόδ-.) 327· - ἀπροσ., ἐπεὶ ἐσάλπιγξε (δηλ. ὁ σαλπιγκτής), ὅταν ἡ σάλπιγξ ἤχησε, Ξεν. Ἀνάβ. 1. 2, 17· πρβλ. σημαίνω ΙΙ. 2, κηρύσσω Ι. 2. 2) μετ’ αἰτ., σ. ἡμέραν, προαγγέλω, ἀναγγέλω τὴν ἡμέραν, ἐπὶ τοῦ ἀλεκτρυόνος, Λουκ. Ὠκύπ. 114.
French (Bailly abrégé)
f. σαλπιῶ, ao. ἐσάλπιγξα, ao. réc. ἐσάλπισα, pf. inus.
1 sonner de la trompette ; avec un acc. : σ. ῥυθμούς XÉN marquer la mesure en sonnant de la trompette ; fig. ἡμέραν LUC annoncer le jour comme avec une trompette en parl. du coq;
2 sonner, résonner en parl. de la trompette : ἐπεὶ ἐσάλπιγξε XÉN lorsque la trompette eut résonné ; p. anal. en parl. du tonnerre.
Étymologie: σάλπιγξ.
English (Autenrieth)
only aor., σάλπιγξεν, fig., resounded, quaked, Il. 21.388†.
English (Strong)
from σάλπιγξ; to trumpet, i.e. sound a blast (literally or figuratively): (which are yet to) sound (a trumpet).
English (Thayer)
future σαλπίσω (for the earlier σαλπιγξω, see Lob. ad. Phryn., p. 191; the Sept. also σαλπιῶ, as Numbers 10:(3),5,8,10); 1st aorist ἐσαλπισα (also in the Sept.; Aelian v. h. 1,26 and other later writings (cf. Veitch, under the word), for the earlier ἐσαλπιγξα, Xenophon, anab. 1,2, 17) (cf. Winer s Grammar, 89 (85); Buttmann, 37 (32); WH s Appendix, p. 170); from Homer down; the Sept. chiefly for תָּקַע , also for חִצֵּר; to sound a trumpet (A. V. (mostly) sound): σαλπίσει (strictly namely, ὁ σαλπιστής or ἡ σάλπιγξ), like our the trumpet will sound (cf. Winer's Grammar, § 58,9b. β.; (Buttmann, § 129,16)), σαλπίζειν ἔμπροσθεν ἑαυτοῦ, i. e. to take care that what we do comes to everybody's ears, make a great noise about it (cf. our do a thing 'with a flourish of trumpets'), Cicero, ad div. 16,21 quod polliceris, te buccinatorem fore nostrae existimationis; Achilles Tatius 8,10 αὕτη οὐχ ὑπό σάλπιγγι μόνον, ἀλλά καί κηρυκι μοιχεύεται).
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και αττ. τ. σαλπίττω και βοιωτ. τ. σαλπίδδω και στους Ταραντίνους σαλπίσσω Α
1. παίζω την σάλπιγγα, ηχώ με την σάλπιγγα
2. σημαίνω παράγγελμα με την σάλπιγγα (α. «και να σαλπίζει η σάλπιγγα πολεμιστήριον ήχο», Παλαμ.
β. «ἐσάλπισε τὸ... δείπνου σημεῑον», Αθήν.)
μτφ. διαλαλώ, διακηρύσσω, αναγέλλω παντού κάτι το σπουδαίο
αρχ.
(για τον κόκορα) αγγέλλω, αναγγέλλω το ξημέρωμα («ἐπεὶ δ
ἀλέκτωρ ἡμέραν ἐσάλπισεν», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σαλπιγγ- της λ. σάλπιγξ + κατάλ. -jω (πρβλ. πλάζω < πλαγ-γ-jω)].
Greek Monotonic
σαλπίζω: μέλ. -σω, αόρ. αʹ ἐσάλπιγξα, Επικ. σάλπιγξα, επίσης ἐσάλπισα· φυσώ ώστε να ηχήσει η σάλπιγγα, δίνω σινιάλο μέσω της σάλπιγγας, σε Ξεν.· με σύστ. αιτ., σαλπίζω ῥυθμούς, στον ίδ.· πρβλ. ἀνακλητικός· μεταφ., ἀμφὶ δὲ σάλπιγξεν οὐρανός, ο ουρανός σήμανε τριγύρω, λέγεται για τον κεραυνό σαν να σηματοδοτεί, να κηρύττει τη μάχη, σε Ομήρ. Ιλ.· απρόσ., ἐπεὶ ἐσάλπιγξε (ενν. ὁ σαλπιγκτής), όταν ήχησε η τρομπέτα, σε Ξεν. (αμφίβ. προέλ.).
Russian (Dvoretsky)
σαλπίζω: (aor. ἐσάλπιγξα - поздн. ἐσάλπισα, эп. σάλπιγξα)
1) трубить: σάλπιγξι σ. Xen. трубить в трубы; σ. πολέμου κτυπόν Batr. протрубить сигнал к бою; ἐπεὶ ἐσάλπιγξε impers. Xen. когда раздался трубный звук;
2) громогласно возвещать (ἀλέκτωρ ἡμέραν ἐσάλπισεν Luc.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σαλπίζω [σάλπιγξ] aor. ἐσάλπιγξεν en later ἐσάλπισε(ν), ep. aor. 3 sing. σάλπιγξεν, trompetteren; met acc. v. h. inw. obj..; σάλπιγξι ῥυθμοὺς σ. ritmisch op trompetten blazen Xen. An. 7.3.32; weergalmen:; ἀμφὶ δὲ σάλπιγξεν μέγας οὐρανός de machtige hemel weergalmde rondom Il. 21.388; onpers..; ἐπεὶ ἐσάλπιγξε toen het trompetsignaal geklonken had Xen. An. 1.2.17; overdr.. ἐπεὶ ἀλέκτωρ ἡμέραν ἐσάλπισεν toen de haan de dag aangekondigd had [Luc.] 74.114.
Middle Liddell
[deriv. uncertain].]
to sound the trumpet, give signal by trumpet, Xen.: c. acc. cogn., σα. ῥυθμούς Xen.; cf. ἀνακλητικός: metaph., ἀμφὶ δὲ σάλπιγξεν οὐρανός heaven trumpeted around, of thunder as if a signal for battle, Il.:—impers., ἐπεὶ ἐσάλπιγξε (sc. ὁ σαλπιγκτής) when the trumpet sounded, Xen.
Chinese
原文音譯:salp⋯zw 沙而披索
詞類次數:動詞(12)
原文字根:喇叭
字義溯源:吹喇叭,吹號,吹,號筒要響;源自(σάλπιγξ)*=喇叭,號筒)
出現次數:總共(12);太(1);林前(1);啓(10)
譯字彙編:
1) 吹號(10) 太6:2; 啓8:6; 啓8:7; 啓8:8; 啓8:10; 啓8:12; 啓9:1; 啓9:13; 啓10:7; 啓11:15;
2) 吹(1) 啓8:13;
3) 號筒要響(1) 林前15:52