успокаивающий: Difference between revisions
From LSJ
(7) |
(No difference)
|
Revision as of 11:45, 14 October 2019
Russian > Greek
λαθικήδης, λαθικηδής, θελκτήριος, καταστατικός, κατασταλτικός, πραϋντικός, ἀκεστήρ
(7) |
(No difference)
|
λαθικήδης, λαθικηδής, θελκτήριος, καταστατικός, κατασταλτικός, πραϋντικός, ἀκεστήρ