крепкий: Difference between revisions
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
(3) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[πύργινος]], [[μάργος]], [[ἀνεμοτρεφής]], [[βαθύς]], [[ἔπακμος]], [[πλήκτης]], [[πρίνινος]], [[λιπαρός]], [[ἐπιτελεστικός]], [[στομωτός]], [[εὐεκτικός]], [[σφενδάμνινος]], [[ἀδινός]], [[σῶκος]], [[ἀλκαῖος]], [[κάτοχος]], [[βέβαιος]], [[ὀχυρός]], [[ἐρρωμένος]], [[πηγός]], [[βριαρός]], [[εὐσωματώδης]], [[εὔπηκτος]], [[ἐΰπηκτος]], [[ταλαύρινος]], [[ἁδρός]], [[ἰσχυρός]], [[ἐρισθενής]], [[κραταιός]], [[νεανίας]], [[νεηνίης]], [[εὔτονος]], [[ἀσταγής]], [[ἀμαιμάκετος]], [[ἀστεμφής]], [[νήγρετος]], [[ἄρρηκτος]], [[ζωρός]], [[ἀαγής]], [[χλούνης]], [[δριμύς]], [[στιβαρός]], [[πυκνός]], [[ἰνώδης]], [[αἰζηός]], [[αἰζήϊος]], [[σφοδρός]], [[ἔμπεδος]], [[κραταίπεδος]], [[εὐρύνωτος]], [[πραγματικός]], [[δυνατός]], [[ἐγκρατής]], [[εὔρωστος]], [[καρτερός]], [[ῥωμαλέος]], [[κραταιγύαλος]], [[στερεός]], [[στυφελός]], [[στυφλός]], [[στερρός]], [[στέριφος]], [[παχύς]], [[ἀτενής]], [[ἐμβριθής]], [[εὔφορος]], [[στιπτός]], [[εὐσταθής]], [[ἐϋσταθής]], [[εὐπαγής]], [[τετράγωνος]], [[πλατύς]], [[θαλερός]], [[ἀντίτυπος]] | |rueltext=[[ἐχυρός]], [[πύργινος]], [[μάργος]], [[ἀνεμοτρεφής]], [[βαθύς]], [[ἔπακμος]], [[πλήκτης]], [[πρίνινος]], [[λιπαρός]], [[ἐπιτελεστικός]], [[στομωτός]], [[εὐεκτικός]], [[σφενδάμνινος]], [[ἀδινός]], [[σῶκος]], [[ἀλκαῖος]], [[κάτοχος]], [[βέβαιος]], [[ὀχυρός]], [[ἐρρωμένος]], [[πηγός]], [[βριαρός]], [[εὐσωματώδης]], [[εὔπηκτος]], [[ἐΰπηκτος]], [[ταλαύρινος]], [[ἁδρός]], [[ἰσχυρός]], [[ἐρισθενής]], [[κραταιός]], [[νεανίας]], [[νεηνίης]], [[εὔτονος]], [[ἀσταγής]], [[ἀμαιμάκετος]], [[ἀστεμφής]], [[νήγρετος]], [[ἄρρηκτος]], [[ζωρός]], [[ἀαγής]], [[χλούνης]], [[δριμύς]], [[στιβαρός]], [[πυκνός]], [[ἰνώδης]], [[αἰζηός]], [[αἰζήϊος]], [[σφοδρός]], [[ἔμπεδος]], [[κραταίπεδος]], [[εὐρύνωτος]], [[πραγματικός]], [[δυνατός]], [[ἐγκρατής]], [[εὔρωστος]], [[καρτερός]], [[ῥωμαλέος]], [[κραταιγύαλος]], [[στερεός]], [[στυφελός]], [[στυφλός]], [[στερρός]], [[στέριφος]], [[παχύς]], [[ἀτενής]], [[ἐμβριθής]], [[εὔφορος]], [[στιπτός]], [[εὐσταθής]], [[ἐϋσταθής]], [[εὐπαγής]], [[τετράγωνος]], [[πλατύς]], [[θαλερός]], [[ἀντίτυπος]] | ||
}} | }} |
Revision as of 07:37, 15 October 2019
Russian > Greek
ἐχυρός, πύργινος, μάργος, ἀνεμοτρεφής, βαθύς, ἔπακμος, πλήκτης, πρίνινος, λιπαρός, ἐπιτελεστικός, στομωτός, εὐεκτικός, σφενδάμνινος, ἀδινός, σῶκος, ἀλκαῖος, κάτοχος, βέβαιος, ὀχυρός, ἐρρωμένος, πηγός, βριαρός, εὐσωματώδης, εὔπηκτος, ἐΰπηκτος, ταλαύρινος, ἁδρός, ἰσχυρός, ἐρισθενής, κραταιός, νεανίας, νεηνίης, εὔτονος, ἀσταγής, ἀμαιμάκετος, ἀστεμφής, νήγρετος, ἄρρηκτος, ζωρός, ἀαγής, χλούνης, δριμύς, στιβαρός, πυκνός, ἰνώδης, αἰζηός, αἰζήϊος, σφοδρός, ἔμπεδος, κραταίπεδος, εὐρύνωτος, πραγματικός, δυνατός, ἐγκρατής, εὔρωστος, καρτερός, ῥωμαλέος, κραταιγύαλος, στερεός, στυφελός, στυφλός, στερρός, στέριφος, παχύς, ἀτενής, ἐμβριθής, εὔφορος, στιπτός, εὐσταθής, ἐϋσταθής, εὐπαγής, τετράγωνος, πλατύς, θαλερός, ἀντίτυπος