падать: Difference between revisions
From LSJ
Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr
(5) |
(DvTab) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ἐξερείπω]], [[ἐγκαταπίπτω]], [[ἐπεισπίπτω]], [[ἐπεσπίπτω]], [[ἐκπίπτω]], [[κατανίφω]], [[νίφω]], [[γδουπέω]], [[δουπέω]], [[κατακυλίω]], [[ἐνσκήπτω]], [[ἀποσκήπτω]], [[σφαλμάω]], [[σφαλμέω]], [[ἐπικαταπίπτω]], [[συμπίπτω]], [[περιπίπτω]], [[ἐμπλήσσω]], [[ἐμπλήττω]], [[ἐνιπλήσσω]], [[προπροκυλίνδομαι]], [[ἐπιβρίθω]], [[ἐμπίπτω]], [[ἐπιπίπτω]], [[ὑποπίπτω]], [[καταπίπτω]], [[ὑποσκελίζω]], [[ὀκλάζω]], [[ἐρείπω]], [[ὑπερείπω]], [[συγκρημνίζω]], [[ἐπολισθάνω]], [[ἐπικαταρρέω]], [[κάτειμι]], [[κοπάζω]] | |rueltext=[[βάλλω]], [[κλίνω]], [[ἐρείδω]], [[ἐξερείπω]], [[ἐγκαταπίπτω]], [[ἐπεισπίπτω]], [[ἐπεσπίπτω]], [[ἐκπίπτω]], [[κατανίφω]], [[νίφω]], [[γδουπέω]], [[δουπέω]], [[κατακυλίω]], [[ἐνσκήπτω]], [[ἀποσκήπτω]], [[σφαλμάω]], [[σφαλμέω]], [[ἐπικαταπίπτω]], [[συμπίπτω]], [[περιπίπτω]], [[ἐμπλήσσω]], [[ἐμπλήττω]], [[ἐνιπλήσσω]], [[προπροκυλίνδομαι]], [[ἐπιβρίθω]], [[ἐμπίπτω]], [[ἐπιπίπτω]], [[ὑποπίπτω]], [[καταπίπτω]], [[ὑποσκελίζω]], [[ὀκλάζω]], [[ἐρείπω]], [[ὑπερείπω]], [[συγκρημνίζω]], [[ἐπολισθάνω]], [[ἐπικαταρρέω]], [[κάτειμι]], [[κοπάζω]], [[καταρρέω]], [[ἐπιβάλλω]], [[κατέρχομαι]], [[ἠμύω]], [[ῥέπω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:15, 15 October 2019
Russian > Greek
βάλλω, κλίνω, ἐρείδω, ἐξερείπω, ἐγκαταπίπτω, ἐπεισπίπτω, ἐπεσπίπτω, ἐκπίπτω, κατανίφω, νίφω, γδουπέω, δουπέω, κατακυλίω, ἐνσκήπτω, ἀποσκήπτω, σφαλμάω, σφαλμέω, ἐπικαταπίπτω, συμπίπτω, περιπίπτω, ἐμπλήσσω, ἐμπλήττω, ἐνιπλήσσω, προπροκυλίνδομαι, ἐπιβρίθω, ἐμπίπτω, ἐπιπίπτω, ὑποπίπτω, καταπίπτω, ὑποσκελίζω, ὀκλάζω, ἐρείπω, ὑπερείπω, συγκρημνίζω, ἐπολισθάνω, ἐπικαταρρέω, κάτειμι, κοπάζω, καταρρέω, ἐπιβάλλω, κατέρχομαι, ἠμύω, ῥέπω