переносить: Difference between revisions
From LSJ
μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things
(5) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ὀτλέω]], [[ἐξαντλέω]], [[διαντλέω]], [[ἀνέχω]], [[ἀνίσχω]], [[ὑπέχω]], [[ὀϊζύω]], [[οἰζύω]], [[μοχθέω]], [[ἀναπίμπλημι]], [[ἀμπίμπλημι]], [[ὀχέω]], [[διαφέρω]], [[ἀποτίθημι]], [[ἐπαναφέρω]], [[ἐπαμφέρω]], [[πορθμεύω]], [[διάγω]], [[φορτοφορέω]], [[μετεντίθεμαι]], [[μεταφέρω]], [[ἐπιδιαφέρω]], [[μετεξαιρέομαι]], [[λιπαρέω]], [[μεταίρω]], [[πεδαίρω]], [[μετακομίζω]], [[ὑπερφέρω]], [[ὑπερφορέω]], [[διαπορθμεύω]], [[βαστάζω]], [[ἀναδέχομαι]], [[ἀναδέκομαι]], [[διαφορέω]], [[ἐκμοχθέω]], [[μετάγω]], [[μετατίθημι]], [[ἀχθοφορέω]], [[ἀντλέω]] | |rueltext=[[διορίζω]], [[ἀναφέρω]], [[ὑποφέρω]], [[τολμάω]], [[μεθίστημι]], [[ὀτλέω]], [[ἐξαντλέω]], [[διαντλέω]], [[ἀνέχω]], [[ἀνίσχω]], [[ὑπέχω]], [[ὀϊζύω]], [[οἰζύω]], [[μοχθέω]], [[ἀναπίμπλημι]], [[ἀμπίμπλημι]], [[ὀχέω]], [[διαφέρω]], [[ἀποτίθημι]], [[ἐπαναφέρω]], [[ἐπαμφέρω]], [[πορθμεύω]], [[διάγω]], [[φορτοφορέω]], [[μετεντίθεμαι]], [[μεταφέρω]], [[ἐπιδιαφέρω]], [[μετεξαιρέομαι]], [[λιπαρέω]], [[μεταίρω]], [[πεδαίρω]], [[μετακομίζω]], [[ὑπερφέρω]], [[ὑπερφορέω]], [[διαπορθμεύω]], [[βαστάζω]], [[ἀναδέχομαι]], [[ἀναδέκομαι]], [[διαφορέω]], [[ἐκμοχθέω]], [[μετάγω]], [[μετατίθημι]], [[ἀχθοφορέω]], [[ἀντλέω]], [[περιφέρω]], [[φορέω]], [[ὑπερβαίνω]], [[ὑποδέχομαι]], [[φέρω]], [[ἐπιτελέω]], [[ἀνύω]], [[καταβιβάζω]], [[αἴρω]], [[μογέω]], [[νοσέω]], [[στέργω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:20, 15 October 2019
Russian > Greek
διορίζω, ἀναφέρω, ὑποφέρω, τολμάω, μεθίστημι, ὀτλέω, ἐξαντλέω, διαντλέω, ἀνέχω, ἀνίσχω, ὑπέχω, ὀϊζύω, οἰζύω, μοχθέω, ἀναπίμπλημι, ἀμπίμπλημι, ὀχέω, διαφέρω, ἀποτίθημι, ἐπαναφέρω, ἐπαμφέρω, πορθμεύω, διάγω, φορτοφορέω, μετεντίθεμαι, μεταφέρω, ἐπιδιαφέρω, μετεξαιρέομαι, λιπαρέω, μεταίρω, πεδαίρω, μετακομίζω, ὑπερφέρω, ὑπερφορέω, διαπορθμεύω, βαστάζω, ἀναδέχομαι, ἀναδέκομαι, διαφορέω, ἐκμοχθέω, μετάγω, μετατίθημι, ἀχθοφορέω, ἀντλέω, περιφέρω, φορέω, ὑπερβαίνω, ὑποδέχομαι, φέρω, ἐπιτελέω, ἀνύω, καταβιβάζω, αἴρω, μογέω, νοσέω, στέργω