запирать: Difference between revisions
From LSJ
(2) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[κατείργω]], [[κατέργω]], [[κατείργνυμι]], [[ἐμφράσσω]], [[ἐμφράττω]], [[ἐπικλείω]], [[ἐγκατακλείω]], [[περικλείω]], [[περικληΐω]], [[περικλῄω]], [[κλείω]], [[κλῄω]], [[ἔργνυμι]], [[καθείργνυμι]], [[κατακλείω]], [[κατακληΐω]], [[κατακλῄω]], [[κατακλάζω]], [[ἀποκλείω]], [[ἀποκλῄω]], [[ἀποκληΐω]], [[ἀποκλᾴω]], [[ἐπιπακτόω]], [[ἑρχατάω]], [[καταζεύγνυμι]], [[καταζευγνύω]], [[εἴργω]], [[εἵργω]], [[ἔργω]], [[ἐέργω]], [[ἐέργνυμι]], [[ἐγκλείω]], [[ἐγκληΐω]], [[ἐγκλῄω]], [[πακτόω]], [[κατοικοδομέω]], [[ἀποφράσσω]], [[ἀποφράττω]], [[καταδέω]], [[συμφράσσω]], [[συμφράττω]], [[ἐπιπωματίζω]], [[συνέργω]], [[συνείργω]], [[συνεέργω]], [[σφίγγω]], [[συγκλείω]], [[ἐγκατοικοδομέω]] | |rueltext=[[ἀπείργω]], [[πυκνόω]], [[ἐπικλίνω]], [[ἐνδέω]], [[κατείργω]], [[κατέργω]], [[κατείργνυμι]], [[ἐμφράσσω]], [[ἐμφράττω]], [[ἐπικλείω]], [[ἐγκατακλείω]], [[περικλείω]], [[περικληΐω]], [[περικλῄω]], [[κλείω]], [[κλῄω]], [[ἔργνυμι]], [[καθείργνυμι]], [[κατακλείω]], [[κατακληΐω]], [[κατακλῄω]], [[κατακλάζω]], [[ἀποκλείω]], [[ἀποκλῄω]], [[ἀποκληΐω]], [[ἀποκλᾴω]], [[ἐπιπακτόω]], [[ἑρχατάω]], [[καταζεύγνυμι]], [[καταζευγνύω]], [[εἴργω]], [[εἵργω]], [[ἔργω]], [[ἐέργω]], [[ἐέργνυμι]], [[ἐγκλείω]], [[ἐγκληΐω]], [[ἐγκλῄω]], [[πακτόω]], [[κατοικοδομέω]], [[ἀποφράσσω]], [[ἀποφράττω]], [[καταδέω]], [[συμφράσσω]], [[συμφράττω]], [[ἐπιπωματίζω]], [[συνέργω]], [[συνείργω]], [[συνεέργω]], [[σφίγγω]], [[συγκλείω]], [[ἐγκατοικοδομέω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:40, 15 October 2019
Russian > Greek
ἀπείργω, πυκνόω, ἐπικλίνω, ἐνδέω, κατείργω, κατέργω, κατείργνυμι, ἐμφράσσω, ἐμφράττω, ἐπικλείω, ἐγκατακλείω, περικλείω, περικληΐω, περικλῄω, κλείω, κλῄω, ἔργνυμι, καθείργνυμι, κατακλείω, κατακληΐω, κατακλῄω, κατακλάζω, ἀποκλείω, ἀποκλῄω, ἀποκληΐω, ἀποκλᾴω, ἐπιπακτόω, ἑρχατάω, καταζεύγνυμι, καταζευγνύω, εἴργω, εἵργω, ἔργω, ἐέργω, ἐέργνυμι, ἐγκλείω, ἐγκληΐω, ἐγκλῄω, πακτόω, κατοικοδομέω, ἀποφράσσω, ἀποφράττω, καταδέω, συμφράσσω, συμφράττω, ἐπιπωματίζω, συνέργω, συνείργω, συνεέργω, σφίγγω, συγκλείω, ἐγκατοικοδομέω