задержка: Difference between revisions
From LSJ
Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n
(ru-m-18-oct) |
m (Text replacement - "]] ;;" to "]],") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ἐπιληψία]] | |rueltext=[[ἐπιληψία]], [[καταμονή]], [[ἐγκράτησις]], [[ἐπίσχεσις]], [[στηριγμός]], [[ἀντικατάσχεσις]], [[μελλώ]], [[μέλλημα]], [[ἐναπόλειψις]], [[ἐναπόληψις]], [[παγίς]], [[μέλλησις]], [[ἀναβολή]], [[ἀμβολή]], [[ἀμβολά]], [[ἀντικοπή]], [[ἀντίκρουσις]], [[ἐποχή]], [[ἐπίστασις]], [[ἀνακωχή]], [[ἀνοκωχή]], [[ὑπέρθεσις]], [[ὑπερβολή]], [[διάκρουσις]], [[ἴσχον]], [[μονή]], [[ἀνακοπή]], [[ἀνάβλησις]], [[διατριβή]], [[χρόνος]], [[συνοχή]], [[κατάληψις]], [[κάθεξις]], [[ἀναχαίτισμα]], [[τρίβος]], [[ἐπιμονή]], [[σχέσις]], [[τριβή]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 17:35, 18 October 2019
Russian > Greek
ἐπιληψία, καταμονή, ἐγκράτησις, ἐπίσχεσις, στηριγμός, ἀντικατάσχεσις, μελλώ, μέλλημα, ἐναπόλειψις, ἐναπόληψις, παγίς, μέλλησις, ἀναβολή, ἀμβολή, ἀμβολά, ἀντικοπή, ἀντίκρουσις, ἐποχή, ἐπίστασις, ἀνακωχή, ἀνοκωχή, ὑπέρθεσις, ὑπερβολή, διάκρουσις, ἴσχον, μονή, ἀνακοπή, ἀνάβλησις, διατριβή, χρόνος, συνοχή, κατάληψις, κάθεξις, ἀναχαίτισμα, τρίβος, ἐπιμονή, σχέσις, τριβή