обитать: Difference between revisions
From LSJ
Ἀνὴρ ἀτυχῶν δὲ σώζεται ταῖς ἐλπίσιν → Presso miseria spes salus est unica → Allein die Hoffnung trägt den, der im Unglück ist
(ru-m-18-oct) |
m (Text replacement - "]] ;;" to "]],") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ἐπισκηνόω]] | |rueltext=[[ἐπισκηνόω]], [[πολεύω]], [[ἐνδημέω]], [[ἐνδιάω]], [[ἐνδιαιτάομαι]], [[ἐνδιαιτέομαι]], [[ναιετάω]], [[ναίω]], [[ἐγκατοικέω]], [[ἀμφινέμομαι]], [[διαιτάω]], [[οἰκέω]], [[οἰκείω]], [[κατοικέω]], [[εἰσοικέω]], [[ἐσοικέω]], [[ἐνναίω]], [[οἰκετεύω]], [[ἐνοικέω]], [[ἐγκατοικίζω]], [[ὑποκάθημαι]], [[ὑποκάτημαι]], [[ἐνέζομαι]], [[καταναίω]], [[κλίνω]], [[ἐνιαύω]], [[ἐπινέμω]], [[νέμω]], [[κατέχω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:00, 18 October 2019
Russian > Greek
ἐπισκηνόω, πολεύω, ἐνδημέω, ἐνδιάω, ἐνδιαιτάομαι, ἐνδιαιτέομαι, ναιετάω, ναίω, ἐγκατοικέω, ἀμφινέμομαι, διαιτάω, οἰκέω, οἰκείω, κατοικέω, εἰσοικέω, ἐσοικέω, ἐνναίω, οἰκετεύω, ἐνοικέω, ἐγκατοικίζω, ὑποκάθημαι, ὑποκάτημαι, ἐνέζομαι, καταναίω, κλίνω, ἐνιαύω, ἐπινέμω, νέμω, κατέχω