oscuro: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[ἀερώδης]], [[αἰθαλόεις]], [[ἀμβλωπός]], [[ἀλαωπός]], [[ἀλαῶπις]], [[δάσκιος]], [[βαθύχρους]], [[ἄδοξος]], [[ἀβλεπής]], [[ἄγνωτος]], [[δυσερμήνευτος]], [[δυσφανής]], [[ἀλαβώδης]], [[ἀπόκρυφος]], [[αἴθαλος]], [[δυσέποπτος]], [[ἀποφώλιος]], [[ἀσυμφανής]], [[ἄϊστος]], [[ἀσυλλόγιστος]], [[ἀερόεις]], [[ἀϊδνής]], [[αἴθινος]], [[ἀδιασάφητος]], [[ἀκήρυκτος]], [[ἀφεγγής]], [[ἄφατος]], [[ἔννυχος]], [[δνοφώδης]], [[ἀίδηλος]], [[ἀϊδνήεις]], [[ἀδιατράνωτος]], [[ἀμβλυόεις]], [[ἀφώλιος]], [[ἄδηλος]], [[αἰνιγματοειδής]], [[αἰνιγματώδης]], [[δνόφεος]], [[ἀφανής]], [[δνοφερός]], [[ἀειδής]], [[ἀνέκφαντος]], [[ἀδευκής]], [[ἀφάνερος]], [[ἀϊδνός]], [[δύσορφνος]], [[δυσόρφναιος]], [[ἀκατάσκοπος]], [[ἀμυδρός]], [[ἀμολγαῖος]], [[ἀλαμπής]], [[ἀδαής]], [[ἀτέκμαρτος]], [[ἀλάμπετος]], [[ἀνώνυμος]], [[ἀμφίλοξος]], [[αἰθός]], [[ἔνσκοτος]], [[ἀχλυόεις]], [[ζοφερός]] | |sltx=[[ἀερώδης]], [[αἰθαλόεις]], [[ἀμβλωπός]], [[ἀλαωπός]], [[ἀλαῶπις]], [[δάσκιος]], [[βαθύχρους]], [[ἄδοξος]], [[ἀβλεπής]], [[ἄγνωτος]], [[δυσερμήνευτος]], [[δυσφανής]], [[ἀλαβώδης]], [[ἀπόκρυφος]], [[αἴθαλος]], [[δυσέποπτος]], [[ἀποφώλιος]], [[ἀσυμφανής]], [[ἄϊστος]], [[ἀσυλλόγιστος]], [[ἀερόεις]], [[ἀϊδνής]], [[αἴθινος]], [[ἀδιασάφητος]], [[ἀκήρυκτος]], [[ἀφεγγής]], [[ἄφατος]], [[ἔννυχος]], [[δνοφώδης]], [[ἀίδηλος]], [[ἀϊδνήεις]], [[ἀδιατράνωτος]], [[ἀμβλυόεις]], [[ἀφώλιος]], [[ἄδηλος]], [[αἰνιγματοειδής]], [[αἰνιγματώδης]], [[δνόφεος]], [[ἀφανής]], [[δνοφερός]], [[ἀειδής]], [[ἀνέκφαντος]], [[ἀδευκής]], [[ἀφάνερος]], [[ἀϊδνός]], [[δύσορφνος]], [[δυσόρφναιος]], [[ἀκατάσκοπος]], [[ἀμυδρός]], [[ἀμολγαῖος]], [[ἀλαμπής]], [[ἀδαής]], [[ἀτέκμαρτος]], [[ἀλάμπετος]], [[ἀνώνυμος]], [[ἀμφίλοξος]], [[αἰθός]], [[ἔνσκοτος]], [[ἀχλυόεις]], [[ζοφερός]], [[γνοφερός]] | ||
}} | }} |
Revision as of 15:18, 9 March 2020
Spanish > Greek
ἀερώδης, αἰθαλόεις, ἀμβλωπός, ἀλαωπός, ἀλαῶπις, δάσκιος, βαθύχρους, ἄδοξος, ἀβλεπής, ἄγνωτος, δυσερμήνευτος, δυσφανής, ἀλαβώδης, ἀπόκρυφος, αἴθαλος, δυσέποπτος, ἀποφώλιος, ἀσυμφανής, ἄϊστος, ἀσυλλόγιστος, ἀερόεις, ἀϊδνής, αἴθινος, ἀδιασάφητος, ἀκήρυκτος, ἀφεγγής, ἄφατος, ἔννυχος, δνοφώδης, ἀίδηλος, ἀϊδνήεις, ἀδιατράνωτος, ἀμβλυόεις, ἀφώλιος, ἄδηλος, αἰνιγματοειδής, αἰνιγματώδης, δνόφεος, ἀφανής, δνοφερός, ἀειδής, ἀνέκφαντος, ἀδευκής, ἀφάνερος, ἀϊδνός, δύσορφνος, δυσόρφναιος, ἀκατάσκοπος, ἀμυδρός, ἀμολγαῖος, ἀλαμπής, ἀδαής, ἀτέκμαρτος, ἀλάμπετος, ἀνώνυμος, ἀμφίλοξος, αἰθός, ἔνσκοτος, ἀχλυόεις, ζοφερός, γνοφερός