oscuro: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum

Menander, Monostichoi, 404
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{esel
{{esel
|sltx=[[ἀερώδης]], [[αἰθαλόεις]], [[ἀμβλωπός]], [[ἀλαωπός]], [[ἀλαῶπις]], [[δάσκιος]], [[βαθύχρους]], [[ἄδοξος]], [[ἀβλεπής]], [[ἄγνωτος]], [[δυσερμήνευτος]], [[δυσφανής]], [[ἀλαβώδης]], [[ἀπόκρυφος]], [[αἴθαλος]], [[δυσέποπτος]], [[ἀποφώλιος]], [[ἀσυμφανής]], [[ἄϊστος]], [[ἀσυλλόγιστος]], [[ἀερόεις]], [[ἀϊδνής]], [[αἴθινος]], [[ἀδιασάφητος]], [[ἀκήρυκτος]], [[ἀφεγγής]], [[ἄφατος]], [[ἔννυχος]], [[δνοφώδης]], [[ἀίδηλος]], [[ἀϊδνήεις]], [[ἀδιατράνωτος]], [[ἀμβλυόεις]], [[ἀφώλιος]], [[ἄδηλος]], [[αἰνιγματοειδής]], [[αἰνιγματώδης]], [[δνόφεος]], [[ἀφανής]], [[δνοφερός]], [[ἀειδής]], [[ἀνέκφαντος]], [[ἀδευκής]], [[ἀφάνερος]], [[ἀϊδνός]], [[δύσορφνος]], [[δυσόρφναιος]], [[ἀκατάσκοπος]], [[ἀμυδρός]], [[ἀμολγαῖος]], [[ἀλαμπής]], [[ἀδαής]], [[ἀτέκμαρτος]], [[ἀλάμπετος]], [[ἀνώνυμος]], [[ἀμφίλοξος]], [[αἰθός]], [[ἔνσκοτος]], [[ἀχλυόεις]], [[ζοφερός]]
|sltx=[[ἀερώδης]], [[αἰθαλόεις]], [[ἀμβλωπός]], [[ἀλαωπός]], [[ἀλαῶπις]], [[δάσκιος]], [[βαθύχρους]], [[ἄδοξος]], [[ἀβλεπής]], [[ἄγνωτος]], [[δυσερμήνευτος]], [[δυσφανής]], [[ἀλαβώδης]], [[ἀπόκρυφος]], [[αἴθαλος]], [[δυσέποπτος]], [[ἀποφώλιος]], [[ἀσυμφανής]], [[ἄϊστος]], [[ἀσυλλόγιστος]], [[ἀερόεις]], [[ἀϊδνής]], [[αἴθινος]], [[ἀδιασάφητος]], [[ἀκήρυκτος]], [[ἀφεγγής]], [[ἄφατος]], [[ἔννυχος]], [[δνοφώδης]], [[ἀίδηλος]], [[ἀϊδνήεις]], [[ἀδιατράνωτος]], [[ἀμβλυόεις]], [[ἀφώλιος]], [[ἄδηλος]], [[αἰνιγματοειδής]], [[αἰνιγματώδης]], [[δνόφεος]], [[ἀφανής]], [[δνοφερός]], [[ἀειδής]], [[ἀνέκφαντος]], [[ἀδευκής]], [[ἀφάνερος]], [[ἀϊδνός]], [[δύσορφνος]], [[δυσόρφναιος]], [[ἀκατάσκοπος]], [[ἀμυδρός]], [[ἀμολγαῖος]], [[ἀλαμπής]], [[ἀδαής]], [[ἀτέκμαρτος]], [[ἀλάμπετος]], [[ἀνώνυμος]], [[ἀμφίλοξος]], [[αἰθός]], [[ἔνσκοτος]], [[ἀχλυόεις]], [[ζοφερός]], [[γνοφερός]]
}}
}}

Revision as of 15:18, 9 March 2020