δύσχρηστος: Difference between revisions
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
m (Text replacement - " . ." to "…") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dyschristos | |Transliteration C=dyschristos | ||
|Beta Code=du/sxrhstos | |Beta Code=du/sxrhstos | ||
|Definition=ον, (χράομαι) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">hard to use, inconvenient</b>, opp. <b class="b3">εὔχρηστος</b>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Aph.</span>2.54</span>, cf. Sch.Il.<span class="title">Oxy.</span>221 vii 14; ἱππικὸν στράτευμα ἐν νυκτὶ… δ. <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>3.3.26</span>; | |Definition=ον, (χράομαι) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">hard to use, inconvenient</b>, opp. <b class="b3">εὔχρηστος</b>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Aph.</span>2.54</span>, cf. Sch.Il.<span class="title">Oxy.</span>221 vii 14; ἱππικὸν στράτευμα ἐν νυκτὶ… δ. <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>3.3.26</span>; [[intractable]], κύνες <span class="bibl">Id.<span class="title">Cyn.</span>3.11</span>; of troops, <span class="bibl">Plb.4.11.8</span> (Sup.); <b class="b3">δ. ἐξουσία</b> <b class="b2">hard to use well</b>, <span class="bibl">Isoc.8.103</span>; <b class="b3">δύσχρηστα</b> [[inconveniences]], <span class="bibl">Cic. <span class="title">Att.</span>7.5.3</span>, cf. <span class="bibl">D.S.4.8</span>. Adv. -τως<b class="b3">, διακεῖσθαι</b> to be <b class="b2">in difficulties, unmanageable</b>, of ships, <span class="bibl">Plb.1.61.4</span>; of troops, ἀπαλλάττειν <span class="bibl">Id.4.64.7</span>; δ. ἔχειν <span class="bibl">Plu.<span class="title">Aem.</span>19</span>:—synon. for <b class="b3">οὐ χρησίμως</b>, <span class="bibl">Str.17.2.4</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:15, 28 June 2020
English (LSJ)
ον, (χράομαι)
A hard to use, inconvenient, opp. εὔχρηστος, Hp.Aph.2.54, cf. Sch.Il.Oxy.221 vii 14; ἱππικὸν στράτευμα ἐν νυκτὶ… δ. X.Cyr.3.3.26; intractable, κύνες Id.Cyn.3.11; of troops, Plb.4.11.8 (Sup.); δ. ἐξουσία hard to use well, Isoc.8.103; δύσχρηστα inconveniences, Cic. Att.7.5.3, cf. D.S.4.8. Adv. -τως, διακεῖσθαι to be in difficulties, unmanageable, of ships, Plb.1.61.4; of troops, ἀπαλλάττειν Id.4.64.7; δ. ἔχειν Plu.Aem.19:—synon. for οὐ χρησίμως, Str.17.2.4.
German (Pape)
[Seite 691] schlecht zu gebrauchen, unbrauchbar, στράτευμα Xen. Cyr. 3, 3, 26; Pol. 18, 15, 9; vgl. Dem. 58, 63; untauglich, unnütz, VLL.; ἵππος, schwer zu lenken, Plut. Alex. 6. – Adv., δυσχρήστως διακεῖσθαι, = ἀπορεῖν, Pol. 5, 18, 11 u. öfter; ἔχειν, zu nichts nütze sein, Plut. Aem. 19.
Greek (Liddell-Scott)
δύσχρηστος: ον (χράομαι)· - δύσκολος πρὸς χρήσιν, δύσκολος, δυσχερής, σχεδόν ἀνωφελής, ἀντίθ. εὔχρηστος, Ἱππ. Ἀφ. 1246· ἱππικὸν στράτευμα ἐν νυκτὶ… δ. Ξεν. Κύρ. 3. 3, 26· κύνες, ὧν δύσκολος ἡ χρῆσις ἐν τῇ θήρᾳ, «ἀνεπιστημόνως ἠγμέναι», ὁ αὐτ. Κυν. 3, 11, πρβλ. Δημ. 1341. 1· δ. ἐξουσία, ἣν δυσκόλως μεταχειρίζεταί τις καλῶς, Ἰσοκρ. 180Α. - Ἐπιρρ. δυσχρήστως διάκειμαι, εἶμαι ἄχρηστος, ἀνωφελής, Πολύβ. 1. 61, 4· εὑρίσκομαι ἐν δυσκολίαις, ὁ αὐτ. 5. 18, 11· δ. ἔχειν Πλούτ. Αἰμιλ. 19.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 embarrassant, peu commode;
2 difficile à manier, rétif, ombrageux, d’un commerce difficile ; en parl. de choses dont l’usage est difficile ou délicat.
Étymologie: δυσ-, χράομαι.
Spanish (DGE)
-ον
I 1difícil de usar ἡ ἐξουσία Isoc.8.103, μία ἐπὶ πάντων μέθοδος Arist.Top.102b37.
2 molesto, incómodo de pers. (ὁ δίκαιος) δ. ἡμῖν ἐστιν LXX Is.3.10, Sap.2.12, de cosas ἐγγηρᾶσθαι δέ, δύσχρηστον Hp.Aph.2.54, τὸ λατομεῖον Str.12.2.8, ἐσθῆτα ... μείζω τοῦ σώματος ἔχειν D.Chr.17.21
•neutr. plu. subst. τὰ δύσχρηστα inconvenientes πολλὰ δύσχρηστα συμβαίνει τοῖς ἱστοροῦσι D.S.4.8, cf. Cic.Att.128.5.
3 inservible ἱππικὸν στράτευμα ἐν νυκτὶ ... δ. X.Cyr.3.3.26, de los perros de caza sin adiestrar, X.Cyn.3.11, de tropas, Plb.4.11.8, ἵππος Plu.Alex.6, τὰ γὰρ εὔχρηστα τῆς φιλίας δύσχρηστα γίγνεται διὰ τὴν πολυφιλίαν Plu.2.95b, (ἀσπίς) δ. ἐν [ὕδασιν Sch.Er.Il.21.163 (p.92).
4 apurado, difícil ἐν καιρῷ περὶ πάντα γενομένῳ δυσχρήστῳ en un tiempo que en todos los órdenes fue de dificultades (económicas) IStratonikeia 275.17 (II/III d.C.).
5 gram. inusitado, incorrecto ἐνεστὼς ... δ. ἀντὶ τοῦ ... ἀορίστου Eust.934.48.
II adv. -ως
1 con molestia, incómodamente δ. ... ζυ] γομαχῶν τοῦτον Men.Dysc.249
•con dificultad δ. ἀπαλλάττοντες Plb.4.64.7, ἔχειν δ. Posidonius 1.
2 de manera inservible νῆες γέμουσαι δ. διέκειντο πρὸς τὸν κίνδυνον Plb.1.61.4, op. χρησίμως Str.17.2.4.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α δύσχρηστος, -ον)
1. αυτός που δύσκολα χρησιμοποιείται, ακατάλληλος για χρήση
2. αυτός που σπάνια χρησιμοποιείται
νεοελλ.
αυτός του οποίου η χρήση δημιουργεί δυσκολίες
αρχ.
αυτός τον οποίο πρέπει να αποφεύγει κανείς να χρησιμοποιεί.
Greek Monotonic
δύσχρηστος: -ον (χράομαι), δύσκολος στη χρήση, σχεδόν άχρηστος, ανώφελος, σε Ξεν.· απείθαρχος, ανυπάκουος, στον ίδ.· επίρρ. -τως ἔχειν, βρίσκομαι σε δυσκολία, ενόχληση, δυσφορία, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
δύσχρηστος:
1) негодный, неприменимый, ненужный, бесполезный (στράτευμα Xen.; μέθοδος Arst.; ὑπ᾽ ἀταξίας, sc. στρατιώτης Plut.);
2) непокорный, норовистый (ἵππος Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δύσχρηστος -ον [δυσ-, χράομαι] slecht bruikbaar, onhandelbaar.
Middle Liddell
δύσ-χρηστος, ον χράομαι
hard to use, nearly useless, Xen.; intractable, Xen.:—adv. -τως ἔχειν to be in distress, Plut.