μήστωρ: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source
(1ba)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mistor
|Transliteration C=mistor
|Beta Code=mh/stwr
|Beta Code=mh/stwr
|Definition=ωρος (once ορος, v. infr. <span class="bibl">11</span>), ὁ, (μήδομαι) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">adviser, counsellor</b>, <b class="b3">ὕπατος μήστωρ</b>, of Zeus, <span class="bibl">Il.8.22</span>, <span class="bibl">17.339</span>; <b class="b3">θεόφιν μήστωρ ἀτάλαντος</b>, of Priam, <span class="bibl">7.366</span>; Patroclus, <span class="bibl">17.477</span>, <span class="bibl">Od.3.110</span>; Neleus, <span class="bibl">3.409</span>; <b class="b3">Ἀθηναῖοι μήστωρες ἀϋτῆς</b> <b class="b2">authors</b> of the battle-din, <span class="bibl">Il.4.328</span>; <b class="b3">μήστωρα φόβοιο</b>, of Diomedes, <span class="bibl">6.278</span>; of Patroclus, <span class="bibl">23.16</span>; <b class="b3">μήστωρε φ</b>., of the horses of Aeneas, <span class="bibl">5.272</span>, <span class="bibl">8.108</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> in Ion. Prose, <b class="b2">skilled assistant</b> to a surgeon, Hp.<span class="title">Mochl.</span>38. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> as Adj., μήστορι σιδάρῳ <span class="bibl">Tim. <span class="title">Pers.</span>143</span>.</span>
|Definition=ωρος (once ορος, v. infr. <span class="bibl">11</span>), ὁ, (μήδομαι) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">adviser, counsellor</b>, <b class="b3">ὕπατος μήστωρ</b>, of Zeus, <span class="bibl">Il.8.22</span>, <span class="bibl">17.339</span>; <b class="b3">θεόφιν μήστωρ ἀτάλαντος</b>, of Priam, <span class="bibl">7.366</span>; Patroclus, <span class="bibl">17.477</span>, <span class="bibl">Od.3.110</span>; Neleus, <span class="bibl">3.409</span>; <b class="b3">Ἀθηναῖοι μήστωρες ἀϋτῆς</b> [[authors]] of the battle-din, <span class="bibl">Il.4.328</span>; <b class="b3">μήστωρα φόβοιο</b>, of Diomedes, <span class="bibl">6.278</span>; of Patroclus, <span class="bibl">23.16</span>; <b class="b3">μήστωρε φ</b>., of the horses of Aeneas, <span class="bibl">5.272</span>, <span class="bibl">8.108</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> in Ion. Prose, <b class="b2">skilled assistant</b> to a surgeon, Hp.<span class="title">Mochl.</span>38. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> as Adj., μήστορι σιδάρῳ <span class="bibl">Tim. <span class="title">Pers.</span>143</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 17:00, 28 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μήστωρ Medium diacritics: μήστωρ Low diacritics: μήστωρ Capitals: ΜΗΣΤΩΡ
Transliteration A: mḗstōr Transliteration B: mēstōr Transliteration C: mistor Beta Code: mh/stwr

English (LSJ)

ωρος (once ορος, v. infr. 11), ὁ, (μήδομαι)

   A adviser, counsellor, ὕπατος μήστωρ, of Zeus, Il.8.22, 17.339; θεόφιν μήστωρ ἀτάλαντος, of Priam, 7.366; Patroclus, 17.477, Od.3.110; Neleus, 3.409; Ἀθηναῖοι μήστωρες ἀϋτῆς authors of the battle-din, Il.4.328; μήστωρα φόβοιο, of Diomedes, 6.278; of Patroclus, 23.16; μήστωρε φ., of the horses of Aeneas, 5.272, 8.108.    2 in Ion. Prose, skilled assistant to a surgeon, Hp.Mochl.38.    II as Adj., μήστορι σιδάρῳ Tim. Pers.143.

German (Pape)

[Seite 178] ὁ, ωρος (μήδομαι), der Rather, Rathgeber, bes. der klugen Rath giebt, ersinnt; Ζῆν' ὕπατον μήστωρα, Il. 8, 22; oft von klugen Menschen, Πρίαμος u. anderen Heroen, θεόφιν μήστωρ ἀτάλαντος, den Göttern gleichwiegender, gleicher Rathgeber, 7, 366. 17, 477 Od. 3, 110 u. sonst; μήστωρ μάχης, der Berather, Lenker der Schlacht, Il. 17, 339, wie die Athener heißen μήστωρες ἀϋτῆς, die Schlachtenkundigen, 4, 328; auch von Patroklus u. Hektor, 16, 759, wie von Peirithous, 14, 318. Auch Pferde heißen μήστωρε φόβοιο, Il. 5, 272, Ersinner, Bewerkstelliger der Flucht; vgl. 8, 108; Diomedes μήστωρ φόβοιο, 6, 97, Hektor u. Patroklos, 12, 39. 23, 16, der Flucht zu erregen weiß. S. auch nom. pr.

Greek (Liddell-Scott)

μήστωρ: -ωρος, ὁ, (μήδομαι) πρόβουλος, προνοητής, ἐπόπτης, Ὅμ., παρ’ ᾧ ὁ Ζεὺς καλεῖται ὕπατος μήστωρ Ἰλ. Θ. 22., Ρ. 339· καὶ πᾶς ἄλλος διακρινόμενος ἐπὶ φρονήσει καὶ ἐπὶ συνετοῖς βουλεύμασιν, οἷονΠρίαμος, θεόφιν μήστωρ ἀτάλαντος Η. 366· ὁ Πάτροκλος, Ρ. 477, Ὀδ. Γ. 110· ὁ Νηλεύς, Γ. 409· Ἀθηναῖοι μήστωρες ἀϋτῆς, ἐπιστήμονες ἢ ἔμπειροι μάχης, ἐμπειροπόλεμοι, Ἰλ. Δ. 328: ὁ μηχανώμενός τι, ἄξιος νὰ προξενῇ τι, κρατερὸν μήστωρα φόβοιο, ἐπὶ τοῦ Διομήδους, Ζ. 278· ἐπὶ τοῦ Πατρόκλου, Ψ. 16· μήστωρε φόβοιο, ἐπὶ τῶν ἵππων τοῦ Αἰνείου, Ε. 272., Θ. 108. II. ὡς κύριον ὄνομα, Μήστωρ, γενικ. ορος, Ἰλ. Ω. 257.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ) :
1 qui dirige, particul. conseiller sage, prudent;
2 qui inspire, qui excite.
Étymologie: μήδομαι.

English (Autenrieth)

ωρος (μήδομαι): counsellor, deviser; ὕπατος μήστωρ, Zeus, Il. 8.22 ; θεόφιν μ. ἀτάλαντος, of heroes with reference to their wisdom, Od. 3.110, 409; w. ref. to prowess, ἀῦτῆς, φόβοιο, ‘raiser’ of the battle-cry, ‘author’ of flight, Il. 4.328, Il. 6.97.

Greek Monolingual

μήστωρ, -ορος και -ωρος, ὁ (Α)
1. (για τον Δία) αυτός που προνοεί, συμβουλεύει ή εποπτεύει («Ζῆν' ὕπατον μήστωρ' ούδ' εἰ μάλα πολλὰ κάμοιτε», Ομ. Ιλ.)
2. (ιδίως για τον Πρίαμο) αυτός που διακρίνεται για τη φρόνησή του και για τις συνετές αποφάσεις του
3. αυτός που είναι έμπειρος σε κάτι και ιδίως στη μάχη, ο εμπειροπόλεμος
4. αυτός που είναι άξιος να μηχανεύεται ή να σοφίζεται κάτι
5. επιτήδειος βοηθός χειρουργού
6. ως κύριο όν. Μήστωρ
ένας από τους ήρωες της Ιλιάδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήδ-τωρ < θ. μηδ- του μήδομαι «έχω στον νου μου, τεχνάζομαι» με συριστικοποίηση του -δ- προ του -τ- (πρβλ. πιστός < πιθ-τός). Ο τ. εμφανίζεται ως β' συνθετικό σε ανθρωπωνύμια σε -μήστωρ (πρβλ. Αγο-μήστωρ, Θεο-μήστωρ, Λεω-μήστωρ, Πολυ-μήστωρ) καθώς και σε θηλ. σε -μήστρα (πρβλ. Κλυται-μήστρα, Υπερ-μήστρα)].

Greek Monotonic

μήστωρ: -ωρος, ὁ (μήδομαι), αυτός που παρέχει συμβουλές, σύμβουλος, σε Όμηρ.· Ἀθηναῖοι μήστωρες ἀϋτῆς, οι πρωταίτιοι της δίνης της μάχης, σε Ομήρ. Ιλ.· κρατερὸν μήστωρα φόβοιο, λέγεται για τον Διομήδη, στο ίδ.

Russian (Dvoretsky)

μήστωρ: ωρος ὁ
1) податель советов, советчик, наставник (Ζεὺς ὕπατος μ. Hom.): Ἀθηναῖοι μήστωρες ἀϋτῆς Hom. афиняне, опытные в бою;
2) виновник, возбудитель: μ. φόβοιο Hom. нагоняющий страх.

Middle Liddell

μήστωρ, ωρος, ὁ, μήδομαι
an adviser, counsellor, Hom.; Ἀθηναῖοι μήστωρες ἀϋτῆς authors of the battle-din, Il.; κρατερὸν μήστωρα φόβοιο, of Diomede, Il.