πορφυροειδής: Difference between revisions

From LSJ

Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau

Menander, Monostichoi, 469
(1b)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=porfyroeidis
|Transliteration C=porfyroeidis
|Beta Code=porfuroeidh/s
|Beta Code=porfuroeidh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">purply</b>, λίμνα <span class="bibl">A.<span class="title">Supp.</span>529</span> (lyr.); ἅλς <span class="bibl">E.<span class="title">Tr.</span>124</span> (lyr.), cf. <span class="bibl">Arist. <span class="title">Col.</span>792a17</span>. Adv. -δῶς Dsc.1.73.</span>
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[purply]], λίμνα <span class="bibl">A.<span class="title">Supp.</span>529</span> (lyr.); ἅλς <span class="bibl">E.<span class="title">Tr.</span>124</span> (lyr.), cf. <span class="bibl">Arist. <span class="title">Col.</span>792a17</span>. Adv. -δῶς Dsc.1.73.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 19:00, 28 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πορφῠροειδής Medium diacritics: πορφυροειδής Low diacritics: πορφυροειδής Capitals: ΠΟΡΦΥΡΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: porphyroeidḗs Transliteration B: porphyroeidēs Transliteration C: porfyroeidis Beta Code: porfuroeidh/s

English (LSJ)

ές,

   A purply, λίμνα A.Supp.529 (lyr.); ἅλς E.Tr.124 (lyr.), cf. Arist. Col.792a17. Adv. -δῶς Dsc.1.73.

German (Pape)

[Seite 686] ές, der Purpurschnecke, Purpurfarbe ähnlich, λίμνη Aesch. Suppl. 524, wie ἅλς Eur. Troad. 124. Vgl. πορφύρεος.

Greek (Liddell-Scott)

πορφῠροειδής: -ές, ὅμοιος πορφύρᾳ, κλίνων εἰς τὸ πορφυροῦν, λίμνη Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 529· ἃλς Εὐρ. Τρῳ. 124, πρβλ. Ἀριστ. π. Χρωμ. 2. 4· καὶ ἴδε πορφύρω. Ἐπίρρ. -δῶς, Διοσκ. 1. 99.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
semblable à la pourpre.
Étymologie: πορφύρα, εἶδος.

Greek Monolingual

-ές, ΝΑ
αυτός που έχει χρώμα το οποίο μοιάζει με πορφυρό, που θυμίζει πορφύρα
(α. «πορφυροειδὴς λίμνα», Αισχύλ.
β. «πορφυροειδὴς ἅλς», Ευρ.)
νεοελλ.
φρ. «πορφυροειδής ιστός»
(πετρογρ.) ιστός εκρηξιγενών πετρωμάτων στα οποία οι μεγαλύτεροι κρύσταλλοι, οι φαινοκρύσταλλοι, βρίσκονται μέσα σε μικροκρυσταλλική κύρια μάζα.
επίρρ...
πορφυροειδῶς Α
με χρώμα που μοιάζει με πορφυρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + -ειδής].

Greek Monotonic

πορφῠροειδής: -ές (εἶδος), όμοιος με πορφύρα, πορφυρός, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

πορφῠροειδής: багряный, пурпурный (λίμνη Aesch.; ἅλς Eur.; ἀήρ Arst.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πορφυροειδής -ές [πορφύρα, εἶδος] purperachtig.

Middle Liddell

πορφῠρο-ειδής, ές εἶδος
purple-like, purply, Eur.