συνίστωρ: Difference between revisions
σὺν Ἀθηνᾷ καὶ σὺ χεῖρα κινεῖ → God helps those who help themselves, God helps them that help themselves, heaven helps those who help themselves, the Lord helps those who help themselves, move your hand along with Athena, move your hand along with Minerva, fortune favors the prepared mind, fortune favours the prepared mind, chance favors the prepared mind, chance favours the prepared mind
(1b) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=synistor | |Transliteration C=synistor | ||
|Beta Code=suni/stwr | |Beta Code=suni/stwr | ||
|Definition=ορος, ὁ, ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">knowing along with</b> another, <b class="b3">ὡς θεοὶ ξυνίστορες</b> as the gods are | |Definition=ορος, ὁ, ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">knowing along with</b> another, <b class="b3">ὡς θεοὶ ξυνίστορες</b> as the gods are [[witnesses]], <span class="bibl">S.<span class="title">Ph.</span>1293</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">Ant.</span>542</span>, <span class="bibl">E.<span class="title">Supp.</span>1174</span>, <span class="bibl">Th. 2.74</span>, <span class="bibl"><span class="title">PCair.Zen.</span>625.2</span> (iii B.C.). </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> <b class="b2">privy to</b> a crime or other secret, c. gen., <span class="bibl">Plb.30.8.1</span>, <span class="title">AP</span>5.3.1 (Phld.), <span class="bibl">5.4.1</span> (Stat.Flacc.), Vett. Val.<span class="bibl">11.1</span>, <span class="title">Cat.Cod.Astr.</span>2.175; <b class="b3">σώματα συνίστορα τῆς πράξεως</b> Aen. Tact.23.10: c. acc. (with the verbal constr.), <b class="b3">πολλὰ συνίστορα . . κακά</b> (sc. <b class="b3">τὴν στέγην</b>) <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>1090</span> (lyr.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 20:03, 28 June 2020
English (LSJ)
ορος, ὁ, ἡ,
A knowing along with another, ὡς θεοὶ ξυνίστορες as the gods are witnesses, S.Ph.1293, cf. Ant.542, E.Supp.1174, Th. 2.74, PCair.Zen.625.2 (iii B.C.). 2 privy to a crime or other secret, c. gen., Plb.30.8.1, AP5.3.1 (Phld.), 5.4.1 (Stat.Flacc.), Vett. Val.11.1, Cat.Cod.Astr.2.175; σώματα συνίστορα τῆς πράξεως Aen. Tact.23.10: c. acc. (with the verbal constr.), πολλὰ συνίστορα . . κακά (sc. τὴν στέγην) A.Ag.1090 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1027] ορος, ὁ, ἡ, mit od. zugleich wissend, Aesch. Ag. 1061; Zeuge, ὡς θεοὶ ξυνίστορες, Soph. Phil. 1277; Ant. 538; Eur. Suppl. 1173; öfter bei sp. D., wie Mel. 71 (V, 8), Philodem. 17 (V, 4); auch in Prosa: θεοί, ξυνίστορες ἔστε, Thuc. 2, 74, καὶ μαρτυρ, Pol. 28, 17, 3.
Greek (Liddell-Scott)
συνίστωρ: -ορος, ὁ, ἡ, ὁ γινώσκων ὁμοῦ μετά τινος, ἔχων γνῶσιν, ὡς θεοὶ ξυνίστορες, ὡς οἱ θεοὶ γινώσκουσιν, εἶναι μάρτυρες, Σοφ. Φιλ. 1293, πρβλ. Ἀντ. 542, Εὐρ. Ἱκέτ. 1174, Θουκ. 2. 74. 2) ὁ ἔχων τὴν συναίσθησιν ἐγκληματικῆς πράξεως, μετὰ γεν., Ἀνθ. Π. 5. 4 καὶ 5, Πολύβ., κλπ.· ἢ μετ’ αἰτ. (ὅτε συντάσσεται ὡς ῥῆμα), πολλὰ συνίστορα... κακὰ (ἐξυπακ. τὴν στέγην) Αἰσχύλ. Ἀγ. 1090, πρβλ. φύξιμος.
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ, ἡ)
témoin : τινος ou τι de qch (cf. συνειδέναι).
Étymologie: σύν, ἴστωρ.
Greek Monolingual
-ορος, ὁ, ΜΑ ἵστωρ
1. αυτός που γνωρίζει κάτι εξίσου καλά με άλλον («θεοὶ ὅσοι γῆν Πλαταιΐδα ἔχετε καὶ ἥρωες, ξυνίστορές ἐστε», Θουκ.)
2. αυτός που συμμερίζεται τη γνώμη κάποιου άλλου («τούτων οἱ συνίστορες καὶ βεβαιωταί και ὑπέρμαχοι», Δαμασκ. Ι.)
αρχ.
1. εκείνος που έχει συνείδηση μιας πράξης, που συναισθάνεται μια πράξη («τοὺς πολίτας συνίστορας ἔχοντες πάντων», Πολ.)
2. αυτός που είναι παρών σε κάτι, μάρτυρας («συνίστορα τῶν ἀλαλήτων λύχνον», Φιλόδ.).
Greek Monotonic
συνίστωρ: -ορος, ὁ, ἡ,
1. αυτός που γνωρίζει κάτι από κοινού με κάποιον άλλο, γνώστης, συνειδητοποιημένος· ὡς θεοὶ ξυνίστορες, όπως οι θεοί γνωρίζουν, είναι μάρτυρες, σε Σοφ. κ.λπ.
2. με αιτ. (οπότε συντάσσεται ως ρήμα), πολλὰ συνίστορα κακά, αυτός που είναι γνώστης πολλών συμφορών, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
συνίστωρ: ορος ὁ и ἡ совместно видевший, свидетель (τι Aesch. и τινός Polyb., Anth.; ξυνίστορες ἔστε Thuc.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνίστωρ -ορος, Att. ook ξυνίστωρ [σύν, ἵστωρ] mede-wetend; subst. getuige.
Middle Liddell
συν-ίστωρ, ορος, ὁ, ἡ,
1. knowing along with another, conscious, ὡς θεοὶ ξυνίστορες as the gods are witnesses, Soph., etc.
2. c. acc. (with the verbal constr.), πολλὰ συνίστορα κακά conscious of many evils, Aesch.