συγγραφοφύλαξ: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck
(39) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=syggrafofylaks | |Transliteration C=syggrafofylaks | ||
|Beta Code=suggrafofu/lac | |Beta Code=suggrafofu/lac | ||
|Definition=[<b class="b3">ῠ], ᾰκος, ὁ</b>, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">keeper of bonds</b> or | |Definition=[<b class="b3">ῠ], ᾰκος, ὁ</b>, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">keeper of bonds</b> or [[contracts]], PHib. 1.84 ([[a]]).14, al. (iv/iii B.C.), <span class="bibl"><span class="title">PCair.Zen.</span>265.7</span> (iii B.C.), <span class="title">OGI</span>120 (Naukratis, ii B.C.), etc.</span> | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 20:10, 28 June 2020
English (LSJ)
[ῠ], ᾰκος, ὁ,
A keeper of bonds or contracts, PHib. 1.84 (a).14, al. (iv/iii B.C.), PCair.Zen.265.7 (iii B.C.), OGI120 (Naukratis, ii B.C.), etc.
Greek Monolingual
-ακος, ὁ, Α
(στην Αίγυπτο) υπάλληλος αρμόδιος για τη φύλαξη συμβολαίων και άλλων εγγράφων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συγγραφή «έγγραφο, συμβόλαιο» / φύλαξ (πρβλ. σκευο-φύλαξ)].
Greek Monolingual
-ακος, ὁ, Α
(στην Αίγυπτο) υπάλληλος αρμόδιος για τη φύλαξη συμβολαίων και άλλων εγγράφων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συγγραφή «έγγραφο, συμβόλαιο» / φύλαξ (πρβλ. σκευο-φύλαξ)].